France Stratégie (think tank): Η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί για την επόμενη ύφεση.

Δύο οι επιλογές: Είτε μια οιονεί δημοσιονομική λειτουργία της ΕΚΤ με τη «ρίψη χρημάτων με το ελικόπτερο», είτε να δανειστεί η ευρωζώνη ως ενιαία οντότητα για να χρηματοδοτήσει τις πολιτικές τόνωσης της ανάπτυξης.
Άρθρο σχετικά με την κατάσταση στην ευρωζώνη παρουσιάζει ο
γενικός επίτροπος του γαλλικού think tank, France Stratégie, και καθηγητής στη Σχολή Διακυβέρνησης Hertie στο Βερολίνο, Jean Pisani-Ferry, εξετάζοντας το ενδεχόμενο μίας ύφεσης.
Συγκεκριμένα, ο Pisani-Ferry σημειώνει ότι εάν κανείς δεν καταλαβαίνει τις ακριβώς συμβαίνει στην ευρωζώνη δεν θα πρέπει να νιώθει άσχημα, γιατί δεν είναι μόνος.

Τη μία μέρα ακούμε ότι η ανάπτυξη δεν πρόκειται να συμβεί, την επόμενη ότι η ανάκαμψη της οικονομίας βρίσκεται σε καλό δρόμο και την τρίτη ότι η ΕΚΤ εξετάζει ουσιαστικά να στείλει «επιταγές» σε όλους τους πολίτες, προκειμένου να τονώσει την παραγωγή και να αναθερμάνει τον πληθωρισμό.

Σπάνια στο παρελθόν η εικόνα της οικονομίας έχει υπάρξει τόσο θολή.

  • Όσον αφορά τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, από την εποχή της κρίσης, το 2008, η παραγωγικότητα βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα.
  • Για σχεδόν μία δεκαετία η ετήσια ανάπτυξη της παραγωγικότητας στις ανεπτυγμένες οικονομίες κινείται κοντά στο 1%, έναντι του 2% προηγουμένως.
  • Αυτό μπορεί να είναι προσωρινή ανωμαλία ή στατιστική ψευδαίσθηση.
  • Αλλά καθώς δεν υπάρχουν κάποια στοιχεία ότι όλο αυτό θα τελειώσει, οι ιθύνοντες έχουν χαμηλώσει τις προβλέψεις τους.
  • Από το 2010 η αρμόδια υπηρεσία των ΗΠΑ έχει μειώσει τον πήχη για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας μέχρι το 2020 από το 25% αρχικά στο 16%.
  • Το ίδιο έχει συμβεί και στη Βρετανία, με την πρόβλεψη για 22% στη δεκαετία να αναθεωρείται στο 14%.
Ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτή η τάση είναι η επένδυση στην εκπαίδευση, η προώθηση της καινοτομίας και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας.

Ειδικά στην Ευρώπη, μία ευρεία γκάμα μεταρρυθμίσεων θα μπορούσαν να συνεισφέρουν όσον αφορά τη γεφύρωση ενός χάσματος στην αποτελεσματικότητα σε σχέση με τις ΗΠΑ.

Η ΕΚΤ μπορεί να προτρέπει ή να παρακινεί, αλλά οι κυβερνήσεις είναι εκείνες που πρέπει να δράσουν.

Αν κοιτάξουμε τη σημερινή κατάσταση στην ανάπτυξη, θα δούμε ότι η παραγωγή το 2015 μετά βίας ξεπέρασε εκείνη του 2008.

Παρά τη σημαντική επιβράδυνση της οικονομίας, η ανάπτυξη το 2015 ήταν ένα απογοητευτικό 1,5% και η ΕΚΤ αναμένει αύξηση μόλις 1,4% για φέτος.

Αυτό είναι πολύ καλύτερο από τη συρρίκνωση που σημειώθηκε την περίοδο 2011-2013, αλλά θα περίμενε κανείς ένα κύμα ανάπτυξης σε μια οικονομία που επωφελείται από μια ευνοϊκή συναλλαγματική ισοτιμία, με τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και με τη βουτιά των τιμών του πετρελαίου.

Η λιτότητα δεν είναι ο ένοχος.

Αν και η εξυγίανση των δημόσιων προϋπολογισμών ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την πρόκληση μιας διπλής ύφεσης πριν από πέντε χρόνια, η δημοσιονομική πολιτική έχει υπάρξει γενικά ουδέτερη από το 2015.

Μέρος της εξήγησης είναι η επιβράδυνση των αναδυόμενων οικονομιών.

Αλλά τέτοιο εξωτερικοί παράγοντες ισχύουν και για τη Βρετανία και τη Σουηδία, οι οποίες όμως έχουν ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2-3%.

Η αλήθεια είναι ότι η ευρωζώνη δεν διαθέτει εσωτερική δυναμική.

Παρά την αύξηση του εισοδήματος, τα νοικοκυριά είναι απρόθυμα να καταναλώσουν και να χτίσουν.

Και παρά την αύξηση των κερδών, οι εταιρίες δεν είναι διατεθειμένες να αναλάβουν το ρίσκο και να επενδύσουν.

Ένας λόγος για την επιφυλακτικότητα είναι ότι το μέλλον φαίνεται δυσοίωνο. Αυτός είναι ο λόγος που οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την οικονομία μεσοπρόθεσμα μπορεί να βοηθήσουν και βραχυπρόθεσμα.

Ένας άλλος λόγος είναι ότι το παρελθόν έχει πολύ μεγάλη βαρύτητα στο παρόν: επειδή ο πληθωρισμός είναι τόσο χαμηλός, το συσσωρευμένο χρέος δε μειώνεται και οι παράγοντες αναγκάζονται να αποταμιεύουν για να το πληρώσουν.

Τέλος, η ανεργία σε τμήματα της ευρωζώνης παραμένει πολύ υψηλή για να βελτιωθεί η αισιοδοξία των νοικοκυριών, ενώ η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής δεν διανέμεται σε όλες τις χώρες με τρόπο που να μεγιστοποιεί τις προοπτικές ανάπτυξης.

Αυτή η διαρκής κακουχία διατηρεί τον πληθωρισμό χαμηλότερα του στόχου της ΕΚΤ, ο οποίος με τη σειρά του κρατά τα πραγματικά επιτόκια είναι υψηλά.

Με την οικονομία πιο ευάλωτη από ό, τι θα έπρεπε να είναι, η ΕΚΤ έχει διασχίσει τον ένα Ρουβίκωνα μετά τον άλλο, προκειμένου να αναθερμάνει τον πληθωρισμό.

Παρά τις νέες προσπάθειες, όμως, η μάχη παραμένει αμφίρροπη.

Ως εκ τούτου, ένα τρίτο ερώτημα πρέπει να τεθεί:

Τι θα μπορούσε να κάνει η ευρωζώνη εάν αντιμετωπίσει μια σοβαρή επιδείνωση των παγκόσμιων συνθηκών;

Για παράδειγμα, εάν σημειωθεί μια απότομη αύξηση επιτοκίων στις ΗΠΑ ή μία ύφεση στην Κίνα;

Σε μια τέτοια περίπτωση, η ιδιωτική ζήτηση θα συρρικνωθεί.

Και με τις βαρύτατα υπερχρεωμένες κυβερνήσεις να θέλουν να αποφύγουν να πιαστούν στον ύπνο από μια απότομη άνοδο στην αποστροφή κινδύνου, η δημόσια ζήτηση δεν αναμένεται να βοηθήσει.

Οι μνήμες από την κρίση του δημόσιου χρέους το 2011 παραμένουν νωπές και πολλοί αξιωματούχοι θα απέφευγαν να χρησιμοποιήσουν τη δημοσιονομική πολιτική για να στηρίξουν την οικονομία.

Την ίδια στιγμή, η ΕΚΤ θα είχε φθάσει στο όριο της ποσοτικής χαλάρωσης.

Αλλά το να αφεθεί μια νέα ύφεση να συμβεί μετά από μια σύντομη και αδύναμη ανάκαμψη θα θεωρηθεί από τους πολίτες ως μεγάλη αποτυχία της πολιτικής, κάτι το οποίο θα αποδυναμώσει περαιτέρω την υποστήριξη για το ευρώ.

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ ανοιχτά μελετά τη σωστή απάντηση.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο επικεφαλής οικονομολόγος της, Peter Praet, επεσήμανε ρητά ότι «όλες οι κεντρικές τράπεζες» μπορούν να τυπώσουν χρήμα και να στείλουν επιταγές σε κάθε πολίτη - μια έσχατη επιλογή, γνωστή και ως «ρίψη χρημάτων με το ελικόπτερο».

Επειδή τα νοικοκυριά θα προχωρούσαν σε αύξηση των δαπανών τους, μία ρίψη χρημάτων με το ελικόπτερο θα τόνωνε τόσο την εγχώρια ζήτηση όσο και το επίπεδο των τιμών.

Η λύση του «ελικοπτέρου» εγείρει τόσο νομικές και τεχνικές δυσκολίες.
Κυριότερα, οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι θα ήταν μια οιονεί δημοσιονομική λειτουργία για την οποία η κεντρική τράπεζα δεν έχει ρητή εντολή.

Οι υποστηρικτές της απαντούν ότι η ΕΚΤ έχει ρητή εντολή να κρατήσει τον πληθωρισμό κοντά στο 2% και ότι θα πρέπει να εξετάσει όλες τις επιλογές, ακόμα και αυτή την άκρως αντισυμβατική, για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Είναι αλήθεια ότι η ρίψη από το ελικόπτερο θα είναι λειτουργικά ισοδύναμη με την άμεση μεταβίβαση κυβερνητικών χρημάτων προς τα νοικοκυριά, που θα χρηματοδοτηθεί μέσω της μόνιμης έκδοσης χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες.

Οπότε τα χρήματα του ελικοπτέρου, ενώ συνάδει με την εντολή της σταθερότητας των τιμών της ΕΚΤ, θα θόλωναν τη διάκριση μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.

Θα μπορούσε να υιοθετηθεί αποκλειστικά μία δημοσιονομική επιλογή αντ' αυτού;

Υποθέτοντας ότι οι επιμέρους κυβερνήσεις δεν θα θέλουν να ξοδέψουν, η ευρωζώνη ως οντότητα θα μπορούσε να δανειστεί για να χρηματοδοτήσει τις πολιτικές τόνωσης της ανάπτυξης.

Ένα είδος ενισχυμένου προγράμματος Juncker (το σχέδιο του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προχωρήσει σε επενδύσεις 315 δισ. τα επόμενα τρία χρόνια), με βάση προεπιλεγμένα έργα που θα ενεργοποιηθούν όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, θα παρείχε μια σημαντική αντιστάθμιση έναντι του κινδύνου μίας ύφεσης.

Τέτοια έργα θα μπορούσαν να είναι οι επενδύσεις που θα βοηθούσαν στον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη ή επενδύσεις προκειμένου να εξοπλιστεί το εργατικό δυναμικό για την ψηφιακή οικονομία.

Ο δανεισμός θα μπορούσε να προχωρήσει από κοινού και θα πρέπει να υποστηρίζεται από μια ειδική πηγή, είτε φορολογική είτε μέσω της πρόβλεψης σχετικής ειδικής εισφοράς με βάση το ΑΕΠ το οποίο θα επέτρεπε στην ευρωζώνη να πληρώσει το χρέος της.

Οι εγγενείς πολιτικές δυσκολίες σε ένα τέτοιο σύστημα θα καθιστούσαν, το δίχως άλλο, μία τέτοια συμφωνία δύσκολη.

Δεν είναι σαφές κατά πόσον ο δανεισμός από την ευρωζώνη ως σύνολο θα ήταν πιο εύκολο να εξεταστεί από μια σχεδιασμένη από την ΕΚΤ δημοσιονομική λύση με τη μεταφορά χρημάτων στην οικονομία.

Αυτό που είναι σαφές είναι ότι η ευρωζώνη θα πρέπει να αξιολογήσει αυτές τις επιλογές, γιατί κάλλιστα η μία από αυτές μπορεί να χρειαστεί αργά ή γρήγορα.

Πηγή:  bankingnews.gr

Σχόλια