Ο «κόφτης» και η αυτονόμηση του «οικονομικού» από το «πολιτικό»



Του Δήμου Χλωπτσιούδη


Εδώ και χρόνια το φιλελεύθερο μπλοκ προσπαθεί να αναγάγει σε αυτόνομη εξουσία την οικονομική, μία υπερεξουσία που θα ξεπερνά τη νομοθετική (Βουλή) και την εκτελεστική (κυβερνήσεις) σε όλη την ΕΕ.


Η αυτονόμηση του «οικονομικού» από το «πολιτικό»


Η αυτονόμηση της Οικονομίας από την Πολιτική είναι παλιά κουβέντα, βέβαια. Ωστόσο, όσο προχωρά ο καιρός παρατηρείται ότι με μικρά βήματα η κατάσταση ολοένα οδεύει σε αυτή την κατεύθυνση.

Ήδη βιώνουμε τις αντιδημοκρατικές υπερεξουσίες που συγκεντρώνει το eurogroup. Μολονότι θεωρητικά πρόκειται για ένα άτυπο όργανο οικονομικού συντονισμού, τούτο όμως διατηρεί χαρακτηριστικά ελεγκτικού μηχανισμού που προχωρά σε αποφάσεις.

Στο ίδιο σκεπτικό υποτάσσονται και οι "ανεξάρτητες αρχές" που ορίζονται, όπως η ΕΛΣΤΑΤ και ακόμα η Γενική Γραμματεία Εσόδων. Και στις δύο περιπτώσεις η ψευδότιτλη "ανεξαρτησία" είναι στην πραγματικότητα η αυτονόμηση των φορολογικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Ήδη ορισμένα Υπουργεία Οικονομικών εμφανίζονται -τρόπον τινά- να ανεξαρτητοποιούνται από Πρωθυπουργούς/Καγκελάριους.


  • Με αυτό το σκεπτικό η Γερμανία συνταγματικοποίησε το εθνικό οικονομικό ισοζύγιο και το έλλειμμα και θέλει πολιτικά ακριβώς τούτο να το επιβάλλει σε όλες τις χώρες. Και βέβαια τούτο μπορεί μα αποδείχτηκε θετικό για τη Γερμανία, που ξεκίνησε την αναδιοργάνωσή του με μηδενικό έλλειμμα, ένα κράτος που εξάγει αγαθά και ανεργία στα άλλα. Δεν πρόκειται βέβαια για μία προτεσταντική λογική του γερμανικού καπιταλισμού (κατά τη βεμπεριανή οπτική), αλλά μία αμιγώς νεοφιλελεύθερη "απελευθέρωση" του κράτους. Με άλλα λόγια πρόκειται για απομάκρυνση των οικονομικών αποφάσεων από τα κοινοβούλια και αν είναι δυνατόν -αυτοματοποιημένα- από τις κυβερνήσεις.
  • Και η αυτονόμηση του οικονομικού από το πολιτικό, είναι μία ιδεολογική αναζήτηση και πρακτική που τη γνωρίσαμε από την αρχή της κρίσης, όταν εντεταλμένοι τεχνοκράτες ορίζουν τις κυβερνητικές πολιτικές και τα μίντια μηρύκαζαν τη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία περί κυβερνήσεων τεχνοκρατών που δεν φοβούνται το πολιτικό κόστος (σ.σ. όπου πολιτικό κόστος όρα δημοκρατικές διαδικασίες λαϊκής εντολής και πίεσης).

Ιδεολογικά τούτη η αυτονόμηση συνδέεται σαφέστατα και με την επιδίωξη των διαφόρων λόμπι να θεσμοθετηθούν ως φορείς και καθοριστικοί παράγοντες επιβολής πολιτικών στις Βρυξέλλες, όπως ακριβώς εμφανίζονται και στην TTIP· αν και όλη η λογική της TTIP πολιτικά εκεί βασίζεται (με το παράλληλο δικαστικό σύστημα και τα "μυστικά  ειδικά δικαστήρια" -αντί των "κρατικών"- για την αποζημίωση εταιρειών από κράτη –δηλ. με λεφτά φορολογούμενων).



Είναι εμφανές και έχει τονιστεί πολλάκις ότι στην πραγματικότητα απειλείται η ίδια η δημοκρατία. Τα Κοινοβούλια απεμπολούν το δικαίωμα να αποφασίζουν για την ασκούμενη οικονομική πολιτική είτε με συνταγματικές εντολές (Γερμανία) είτε με "παρασυντάγματα" (νόμοι που υποσκελίζουν τα τυπικά Συντάγματα, όπως τα μνημόνια σε Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία) είτε με την αυτονόμηση αποφασιστικών ή εκτελεστικών θεσμών  του Κράτους.



Ο ελληνικός κόφτης



Στη λογική αυτή εντάσσεται σαφώς και η συμφωνία για τον προληπτικό μηχανισμό αυτόματης αναπροσαρμογής των προϋπολογισμών των Υπουργείων για την κάλυψη του στοχευμένου δημοσιονομικού κενού (βλ. "κόφτη"), αφού η δυνατότητα νομοθέτησης απομακρύνεται από τη Βουλή. Και τούτο αποτελεί σαφώς μία αντιδημοκρατική απόφαση, καθώς όπως διαφαίνεται ο νόμος δεν θα έχει κάποιο χρονικό όριο, αλλά θα λειτουργεί ως ένας τυπικός νόμος που παρεμβαίνοντας στην κοινοβουλευτική διαδικασία αυτοματοποιημένα -και πέραν του Προϋπολογισμού του Κράτους- θα παρεμβαίνει στα οικονομικά των Υπουργείων.



Και τούτο δε διαφέρει σε τίποτα από την αντικοινοβουλευτική διαδικασία που υιοθετούσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις φέρνοντας "παρασυντάγματα" σε ένα άρθρο ή διοικώντας με ΠΝΠ, παραγνωρίζοντας κάθε δημοκρατική διαδικασία στο Νομοθετικό Σώμα.



Η νομοθετική εξουσία ξεπερνώντας το Αντιπροσωπευτικό Σώμα θα μεταφερθεί σε έναν απρόσωπο μηχανισμό (τεχνοκρατικό υποθέτουμε) που θα διαμορφώνει μία άλλη οικονομική πολιτική από εκείνη που αποφάσισε το Κοινοβούλιο. Και μάλιστα δεν αναγνωρίζεται καν η πιθανότητα ιδιαίτερων καταστάσεων, όπως φυσικές καταστροφές (ουκ ολίγες στην Ελλάδα των σεισμών και των πυρκαγιών ή των προσφυγικών κυμάτων) που απαιτούν πόρους, δημοκρατικές διαδικασίες συναπόφασης (δημοψήφισμα κλπ), γιατί ακριβώς θα είναι διακρατική συμφωνία.



Γιατί αν σήμερα (για όσους διατηρούν αυταπάτες) ο "αυτοματοποιημένος κόφτης" είναι προληπτικό μέτρο, στο μέλλον κάθε κυβέρνηση θα το αξιοποιεί κατά το δοκούν σε βάρος της κοινωνικής πρόνοιας, της Υγείας και της Παιδείας, όπως ήδη το βιώσαμε με τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Άλλωστε, διάχυτος είναι ο φόβος ότι με τέτοια υφεσιακά μέτρα, θα είναι πολύ δύσκολη η τήρηση των συμφωνιών.



  • Επιλογικά, η "αυτόματη προληπτική αναπροσαρμογή του προϋπολογισμού", που σκοπεύει να νομοθετήσει η κυβέρνηση, είναι ένα ακόμα βήμα προς τον ευρωπαϊκό ολοκληρωτισμό και την κυριαρχία της οικονομίας έναντι της δημοκρατίας και των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Μία πολιτική απόφαση διαμόρφωσης του οικονομικού περιβάλλοντος μακριά από τους "κινδύνους" ακόμα και της αστικής δημοκρατίας, αδιαφορώντας για τις συνθήκες ύφεσης ή ανάπτυξης, εξαγωγής ανεργίας και οικονομικού ιμπεριαλισμού.



Πηγή:http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/o-koftis-kai-i-aytonomisi-toy-oikonomikoy-apo-politiko
================

Γιατί η υιοθέτηση του "κόφτη" συνιστά πράξη εσχάτης προδοσίας

Ο «κόφτης» δεν είναι ένα απλό οικονομικό μέτρο όπως χιλιάδες άλλα που εφαρμόστηκαν στα πέτρινα χρόνια των μνημονίων, αλλά ένα κυρίαρχο γεωπολιτικό εργαλείο της Κατοχής, και μόνο υπογραφές πεμπτοφαλαγγιτών μπορούν να υπάρξουν κάτω από αυτό το έκτρωμα...


Είναι επομένως τραγικό λάθος, η όλη συζήτηση επ αυτού να εξαντλείται στα προβλεπόμενα έτσι κι αλλιώς από το σύμφωνο της δημοσιονομικής προσαρμογής…

Το σύμφωνο της δημοσιονομικής προσαρμογής, βεβαίως είναι δεδομένο, και βεβαίως στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης συμβάλει τα μέγιστα στην εμπέδωση ερμαφρόδιτων ισορροπιών που διασφαλίζουν ωστόσο τον κυρίαρχο ελεγκτικό - και όχι μόνο – ρόλο των Γερμανών στη λοιπή ...αρμονικά «ενωμένη Ευρώπη».

Η υιοθέτηση όμως του συγκεκριμένου μέτρου από τα ελληνόφωνα ανδρείκελα σε μια χώρα κυριολεκτικά πλιατσικολογημένη, και καθηλωμένη στον ελεγχόμενο αναπνευστήρα της Κατοχικής διοίκησης, δεν καθιστά αυτό το μέτρο απλά ένα εργαλείο ελέγχου και δημοσιονομικής προσαρμογής.

Η κατεχόμενη Ελλάδα, είναι πλέον μια  αποικία χρέους με οικονομικές δεσμεύσεις δυσβάστακτες, και όλοι ξέρουν πως είναι αδύνατον να ανταποκριθεί σε αυτές είτε με «κόφτη» είτε χωρίς αυτόν. Ο περίφημος λοιπόν «κόφτης», με την εφαρμογή του στη χώρα μας, σε δύο πράγματα αποκλειστικά και μόνο αποσκοπεί:
  • Πρώτον: Στην απόλυτη και τυπικά κατάλυση του εθνικού Συντάγματος, και σε μια πρωτοφανή πολιτική εκτροπή, μέσω της... ουσιαστικής κατάργησης και του ίδιου του κοινοβουλίου, αφού η νομοθετική αρμοδιότητα, περνά πλέον κατ ευθείαν σε εξωθεσμικά και εξωχώρια κέντρα.  Η Βουλή δε θα αποφασίζει… Το Σύνταγμα τίθεται σε καθεστώς διαρκούς βιασμού… Και το Συμβούλιο των δικαστών χωρίς καμία πολιτική αρμοδιότητα θα καλείται να επικυρώνει αποφάσεις ξένων κέντρων, και υπό το διαρκή εκβιασμό της τυπικής χρεοκοπίας της χρεοκοπημένης πατρίδας μας.

Δείτε περισσότερα επ αυτού στο σχετικό μας άρθρο:

Δωσίλογοι στην εξουσία... Η χώρα κυβερνάται πλέον με κατοχικά διατάγματα

  • Δεύτερον: Κανείς δεν έχει την αυταπάτη, ότι με τον "κόφτη" θα μαζευτεί το τεχνηέντως οφειλόμενο χρήμα, που κατέστησε τη χώρα έρμαιο των συμμοριών και των εκβιαστών. Αυτό που επιδιώκουν μέσα και από τον «κόφτη» και τις λογικές του, είναι να πλιατσικολογήσουν και τα τελευταία αποθέματα αποταμιεύσεων σε όποιους έχουν απομείνει τέτοια (παράλληλα βεβαίως με το τσάκισμα των όπιων κατακτήσεων – δικαιωμάτων έχουν απομείνει) για να τεθεί πλέον και τυπικά σε εφαρμογή η μπίζνα του γενικευμένου πλιάτσικου και στη δημόσια και στην ιδιωτική περιουσία.
Θυμίζουμε επομένως ότι ο «κόφτης» και το κατοχικό ΤΑΙΠΕΔ, είναι οι πολιορκητικοί κριοί της Κατοχής, με τη χρήση των οποίων η χώρα στο σύνολό της αλλάζει ιδιοκτήτες.

Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι τα προσκυνημένα ανδρείκελα που συμφώνησαν και προσυπογράφουν αυτό το έκτρωμα, δεν υπέγραψαν απλά ένα ακόμη οικονομικό μέτρο σε βάρος του λαού μας, αλλά μια κορυφαία πράξη εθνικής μειοδοσίας… 


Ως μειοδότες επομένως θα πρέπει να αντιμετωπιστούν… Και μόνο η παραπομπή τους με το ερώτημα της εσχάτης προδοσίας είναι η πρέπουσα αντιμετώπιση για το βρώμικο και αντεθνικό ρόλο τους.
===========
Για την ταυτότητα του νομικού και πολιτικού λόγου • με αφορμή επιστημονική μελέτη του Προέδρου της Δημοκρατίας

========================


του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Προσφάτως, με καθυστέρηση δύο (2) περίπου ετών, (αφορά δική μου ευθύνη), περιήλθε στην κατοχή μου ένα εξαιρετικό νομικό σύγγραμμα του Εκδοτικού Οίκου «Α.Α.Λιβάνη». Συγγραφέας του είναι ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας (1). Η συγκεκριμένη νομική ανάλυση λόγω του γνωστικού αντικειμένου του Δημοσίου Δικαίου, θεωρείται και νομικοπολιτική ανάλυση, ευθέως συνδυασμένη με τις σύγχρονες εξελίξεις της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομικής επιστήμης. Με το παρόν κείμενο ο γράφων εστιάζει στα εξής από το συγκεκριμένο σύγγραμμα:
«…η πρωτοφανής στην ιστορία του κρίση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος δεν οφείλεται σ’ εγγενείς αδυναμίες του, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν, νομοτελειακώς, στην κατάρρευσή του. Αλλά, όλως αντιθέτως, στο γεγονός ότι οι ανερμάτιστες νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών, σε συνδυασμό με τη δραματική αλλοίωση των χαρακτηριστικών του τραπεζικού συστήματος και της αγοράς ομολόγων σε παγκόσμια κλίμακα, έχουν προκαλέσει ένα είδος «βιασμού» του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. «Βιασμού», ο οποίος υπονομεύει στις μέρες μας τα δύο βασικά συστατικά του στοιχεία: το κοινωνικό κράτος δικαίου και την τραπεζική και, περαιτέρω, συναλλακτική «πίστη». Η καταληκτική αυτή διαπίστωση συνιστά πρόσφορη εισαγωγή για την εν συνεχεία ανάλυση της επιρροής της οικονομικής κρίσης επί των θεσμών». (2)
Με βάση την τοποθέτηση αυτή μπορούν να λεχθούν τα εξής:
·        η σχέση οικονομικής κρίσης και Θεσμών
Η επιρροή της οικονομικής κρίσης επί των Θεσμών, που προβληματίζει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως επιστήμονα κύρους και ακαδημαϊκό διδάσκαλο, ευθεία αντανάκλασή της έχει στην «αναμόρφωση» της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα και στη συνέχεια σε Ευρωπαϊκή Ένωση (3). Άλλωστε ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο πόνημά του επιδίδεται ιδιαιτέρως στις πολιτικές αυτές με ειδική αναφορά στο ότι η οικονομική κρίση έχει επιδράσει στο θεσμικό πλαίσιο καθιστώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση «αθέσμιτη»… Η πορεία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζεται από αναμορφώσεις-αναθεωρήσεις, με αφετηρία τους την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
 Οι «αναμορφώσεις» αυτές, που καταλήγουν μέσω Άμστερνταμ και Νίκαιας στην αρχιτεκτονική της Λισαβόνας, συνέπεσαν με την αρχόμενη κρίση του «καπιταλιστικού συστήματος» αλλά και με την ταυτόχρονη επικράτηση του «δόγματος του νεοφιλελευθερισμού». Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος αφενός, και η επικράτηση του δόγματος του νεοφιλελευθερισμού αφετέρου, επέδρασαν στους ευρωπαϊκούς Θεσμούς και μάλιστα σε μια περίοδο κατά την οποία επιχειρήθηκε μια κατ’ αρχήν «ομοσπονδοποίηση». Έτσι το όλο ευρωπαϊκό εγχείρημα χαρακτηρίζεται από εξελίξεις οι οποίες οδηγούσαν και οδηγούν μάλλον στην επικράτηση της οικονομίας έναντι της πολιτικής, παρά στην επικράτηση της πολιτικής έναντι της οικονομίας. Και τούτου γιατί δεν αποκαταστάθηκε το ήδη υφιστάμενο δημοκρατικό έλλειμμα που χαρακτήριζε εξ αρχής το κοινοτικό οικοδόμημα. Έτσι από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και μετά τίθενται επιτακτικώς ζητήματα που αφορούν στη «δημοκρατική λειτουργία των Θεσμών», στο «έλλειμμα δημοκρατίας» και στο κατά πόσον η «οικονομία της αγοράς» ασκεί αποφασιστική επιρροή στις πολιτικές αποφάσεις και μάλιστα σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Έχει δε ιδιαίτερη σημασία εάν η οικονομία που μαστίζεται από κρίση μπορεί και πρέπει, και μέχρι ποίου σημείου να επιδρά στις αποφάσεις της πολιτικής.
·        το δόγμα της Αρχής της Αποδοτικότητας
Με τη Διακυβερνητική Διάσκεψη για την αναθεώρηση των καταστατικών Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Νίκαια το 2000, διαπιστώθηκε για μια ακόμη φορά, το «δημοκρατικό έλλειμμα», αλλά και η αποξένωση των ευρωπαίων πολιτών από τη λήψη των κεντρικών αποφάσεων. Ταυτοχρόνως διαπιστώθηκε ότι στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ήταν αναγκαία η συλλεκτική και αποτελεσματική δομή μιας διευρυμένης πλέον Ευρώπης.  Βέβαιο επίσης ήταν στον ενωσιακό νομοθέτη, ότι προϋπήρχε (ήδη) μια διαδικασία εισαγωγής πολιτειακών στοιχείων στην Ένωση που κατ’ αρχήν δεν συνιστούσε ούτε συγκροτούσε Πολιτεία. Εξαιρετικώς όμως είχαν εισαχθεί «πολιτειακά στοιχεία» σ’ ένα νέο πολιτικό και νομικό μόρφωμα που ανταποκρινόταν κυρίως στις απαιτήσεις της οικονομίας με κατεύθυνση τη δημιουργία του ενιαίου νομίσματος. Περαιτέρω, ο ενωσιακός νομοθέτης όφειλε να αντιμετωπίσει διλήμματα επιρροής της οικονομίας επί των παραγόμενων ή άλλως επιβαλλόμενων πολιτικών της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής τάξης πραγμάτων. Το δίλημμα δε αυτό δεν έχει επιλυθεί αποφασιστικώς. Εξακολουθεί να υφίσταται και αφορά στο ερώτημα: εάν η πολιτική καθοδηγεί την οικονομία ή άλλως η οικονομία καθοδηγεί την πολιτική.
Στο ερώτημα αυτό η κατ’ αρχήν τοποθέτηση του δόγματος της «παγκοσμιοποίησης», η οποία διέρχεται σε ιστορικές  φάσεις σοβαρές «αναταράξεις» (4) είναι ότι: απονέμεται νομικοπολιτική υπεροχή στην Αρχή της Αποδοτικότητας.
Με βάση τους ευρύτερους προβληματισμούς, είναι πολλοί εκείνοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ήδη έχει παρέλθει η «μοντέρνα εποχή» (διαφωτισμός) των ιδεολογιών της χειραφέτησης, και ήδη έχουμε εισέλθει στη «μεταμοντέρνα εποχή» όπου επικρατεί η «πολιτική της μεταδημοκρατίας» εξ αιτίας της οποίας η οικονομία υποτάσσει την πολιτική και τον άνθρωπο στην προαναφερόμενη Αρχή της Αποδοτικότητας.  
·        ο μετασχηματισμός του ιδιώτη σε πολίτη
Σε κάθε περίπτωση η παραγωγή της πολιτικής στο κοινωνικό –οικονομικό πεδίο και η πολιτική ως ιδεολογικό εποικοδόμημα (5) δεν μπορούν να είναι πράγματα ανεξάρτητα, εφόσον δεν είναι πράγματα αποκομμένα από την οικονομική και κοινωνική βάση του πολιτεύματος.
Άλλωστε, το νεότερο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα διαμορφώθηκε ιστορικώς ως αντικείμενο κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Στην αρχαιότητα η πολιτική τάξη πραγμάτων ήταν αποχωρισμένη από την οικονομική βάση και συνιστούσε απλώς δημόσιο, πολιτειακό αυτοσκοπό. Στην νεότερη όμως εποχή, στην αρχική τους φάση, τα πολιτικά συστήματα παρέμειναν τιμοκρατικά. Στο σύστημα αυτό τα πολιτικά αξιώματα «κατανέμονταν» αναλόγως της περιουσιακής δυνατότητας «των πολιτών» (tax qualification systems). Αυτό το σύστημα επικράτησε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Έτσι όμως συνδέθηκε το δικαίωμα της πολιτικής ψήφου με την προσωπική περιουσία. Η διαδικασία αυτή οργάνωσε την πρώτη τυπική περίπτωση υπαγωγής της πολιτικής στην οικονομία. Αυτό υπήρξε μια ιστορική καινοτομία των παρελθόντων αιώνων, πράγμα που μετεξελίχθηκε τον 20ο αιώνα με την επέκταση της πολιτικής δημοκρατίας.
Στη μετεξέλιξη αυτή του δημοκρατικού συστήματος προς ένα γενικευμένο δημοκρατικό πρότυπο, ο «μετασχηματισμός» του ιδιώτη σε πολίτη, συσσωμάτωσε την οικονομία στην πολιτική και σε «πρώτο στάδιο» υπέταξε την πολιτική στην οικονομία, στο πλαίσιο πάντοτε της συνύπαρξης της κοινωνικής και οικονομικής ενσωμάτωσης, εντός του καθόλου συστήματος.
Στη νεότερη όμως εποχή η έννοια της πολιτικής δημοκρατίας ήταν και είναι πάντοτε συμπλήρωμα της έννοιας της κοινωνίας και της οικονομίας και ουδέποτε αυτοσκοπός. Ο γενικός λοιπόν λόγος ότι η πολιτική και η οικονομία αφορούν εξίσου συγκεκριμένες σχέσεις συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και συγκεκριμένων ατόμων, είναι έννοιες προφανώς αδιαχώριστες. Και τούτο γιατί οι οικονομικοί σκοποί ούτε επιδιώκονται αλλά ούτε και επιτυγχάνονται μέσα από ένα κοινωνικό κενό. Σε κάθε περίπτωση η έννοια του «ζωτικού συμφέροντος» υπάρχει εξίσου στην οικονομία και στην πολιτική και μάλιστα ορίζεται ως ο μεγάλος κοινός παρανομαστής τους. Ως εκ τούτου αυτοδικαίως συνυπάρχουν στην έννοια του «ζωτικού συμφέροντος» ή άλλως του «δημοσίου συμφέροντος» τόσο η πολιτική όσο και η οικονομία και συλλειτουργούν στο πλαίσιο της εκάστοτε οριζόμενης συνταγματικής και έννομης τάξης.
·        το τεκμήριο αρμοδιότητας υφίσταται υπέρ του Λαού:
Με βάση την ιστορική διαδρομή της πολιτικής ψήφου, και τον ιστορικό μετασχηματισμό του ιδιώτη σε πολίτη, η δημοκρατική νομιμοποίηση στα σύγχρονα πολιτεύματα κατά το «τυπικό κριτήριο» αφορά πλέον το πολίτευμα όπου κυρίαρχος είναι ο Λαός, ως η μόνη πηγή εξουσίας. Στη σύγχρονη Δημοκρατία το τεκμήριο της αρμοδιότητας υφίσταται υπέρ του Λαού. Όποιο συνεπώς, εγχείρημα ανάδειξης «της οικονομίας» ως ρυθμιστικού παράγοντα των δημοκρατικών διαδικασιών, πρόδηλο είναι ότι συνεπάγεται φαλκίδευση του χαρακτήρα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ειδικότερα η ανάδειξη της «οικονομίας» ως ρυθμιστικού παράγοντα στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης, προσκρούει στη βασική Αρχή ότι Ανώτατο Όργανο εξουσίας είναι μόνο ο Λαός (6). Παγίως δε στη σύγχρονη δημοκρατία οι οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος ασφαλώς και αναγνωρίζουν το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο των εγγυήσεων του Κράτους Δικαίου με νομικό (κατά βάση συνταγματικό) αυτοπεριορισμό της κρατικής εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση δε, προκειμένου για την εσωτερική έννομη τάξη, το κράτος (7) για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα, επιδιώκοντας να εξασφαλίζει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας. Κατά πόσο όμως η ρύθμιση αυτή αφορά πλέον ανεμπόδιστη πολιτική, είναι ζήτημα λίαν αμφίβολο ενόψει των δεσμεύσεων στο πλαίσιο των ενωσιακών πολιτικών.
Με βάση τα προεκτεθέντα είναι σαφές (σε αντίθεση με την πρακτική των ενωσιακών Οργάνων), ότι οι εσωτερικές συνταγματικές ρυθμίσεις δεν υπάγουν την οικονομία στην πολιτική, αλλά ενσωματώνουν τους όρους της οικονομικής διαχείρισης στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ωστόσο, το υφιστάμενο κενό (το δημοκρατικό έλλειμμα) της ευρωπαϊκής έννομης τάξης είναι κρίσιμο κατά πόσο αντιμετωπίζεται λυσιτελώς από τις αξιώσεις της εσωτερικής συνταγματικής τάξης, ακόμη και με την εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 4 της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Τούτων δοθέντων υφίσταται μια έλλειψη ταυτότητας νομικού και πολιτικού λόγου στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή υφίσταται απόσταση μεταξύ διακηρυγμένων αρχών και αξιών και πολιτικής πρακτικής.
Για την ταυτότητα συνεπώς του νομικού και πολιτικού λόγου, είτε θα δοθεί μάχη μεταξύ λαών και ευρωπαϊκής ελίτ, είτε το όλο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα περιέλθει σε ιστορική δοκιμασία και παρακμή, με όλα τα συνεπακόλουθα!..
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Βλ. Π.Παυλόπουλος, Το Δημόσιο Δίκαιο στον αστερισμό της oικονομικής κρίσης  (2014),  (2) Βλ. Π.Παυλόπουλος, οπ.π. σελ. 54,  (3) Βλ. αντί πολλών στο σύνολό του το πλήρες έργο των D.Chalmers-Ch.Hadjiemmanui-G.Monti-A.Tomkins, European Union Law, (2006). (4) Βλ. σχετικώς Α.Greenspan, The Age of Turbulence, (2007), σελ. 363 και επ. όπου το κεφάλαιο (19): Globalization and Regulation, (5) Πρβλ. γενικώς M.E.Sman, Ethnic Politics (1994), N.Elias, The Civilizing Process, The History of Manners and State Formation and Civilization (1994). (6)  Πρβλ. Κ.Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Ι, (2000), σελ. 111 και επ. και (7) Βλ. άρθρο 106 του Συντάγματος σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος.
---------------------------------------------

 * Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC - EU).

Σχόλια