Σε τι αλήθεια πιστεύει ο Wolfgang Schauble;

Οι περισσότεροι παρατηρητές της σύγχρονης γερμανικής σκηνής επισημαίνουν ότι μετά την ενοποίηση της Δυτικής και Ανατολικής  Γερμανίας άλλαξε ο τόνος της γερμανικής πολιτικής κουλτούρας. Άρχισαν να εμφανίζονται εκ νέου προβληματισμοί και θέματα που είχαν ξεχασθεί μετά τις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την ήττα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
 Κυρίως επανήλθαν στο προσκήνιο οι συζητήσεις που είχαν αναπτυχθεί την περίοδο της δεκαετίας του 1920 το κύριο περιεχόμενο των οποίων ήταν προσανατολισμένο στις γερμανικές εθνικοεπαναστατικές παραδόσεις.

Βεβαίως, σήμερα  τουλάχιστον,  το γερμανικό ζήτημα  φαίνεται να μην συνδέεται τόσο με τα παραδοσιακά θέματα της Machtpolitik  και της Realpolitik, τα οποία έχουν βρει μια λύση(;) με την ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και στο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης.  Συνδέεται κατά πρώτο και κύριο με τη γερμανική ταυτότητα. Προκρίνεται η συζήτηση σε πολιτιστικό επίπεδο.
 Όμως πριν αναφερθούμε σε αυτά τα ζητήματα θεωρούμε σκόπιμο να πούμε δύο λόγια για τον τρόπο που οι Γερμανοί, ιστορικά, αντιλαμβάνονται τη  Realpolitik. Η αναφορά δεν είναι τυχαία όπως θεωρούμε ότι θα δειχθεί στη συνέχεια.
Στη ρίζα της Realpolitik βρισκόταν ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής εθνικής ιδεολογίας που μπορεί να συνοψισθεί στα εξής: « Ό,τι κι αν λένε οι άλλοι, η μόνη ρεαλιστική θέση είναι ότι η πολιτική βασίζεται στην αχαλίνωτη χρήση βίας. Πιο συγκεκριμένα, η διεθνής πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Διότι παρά τις ωραίες λέξεις που μπορεί να μεταχειρίζονται οι ξένοι πολιτικοί ηγέτες, την κρίσιμη ώρα βασίζονται κι αυτοί στην ισχύ τους, για να πραγματοποιήσουν τους πολιτικούς τους σκοπούς. Και τη χρησιμοποιούν δίχως αναστολές, όπως κι οι Γερμανοί. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι Γερμανοί  είναι πιο ειλικρινείς» (Νόρμπερτ Ελίας, Ναζισμός και Γερμανικός Χαρακτήρας).
Η παραπάνω άποψη βρίσκεται πολύ κοντά στην ιστορική πραγματικότητα. Εκεί όμως που χρειάζεται να σταθούμε είναι η λέξη «ειλικρινείς». Ενώ η εθνική πίστη των Γερμανών στη Realpolitik συνδεόταν με την πίστη τους στον πόλεμο και στη χρήση της ένοπλης ισχύος ως έσχατο μέσο για την επίλυση συγκρούσεων μεταξύ των εθνών και έδειχναν ιδιαίτερη ευαισθησία στο ρόλο που έπαιζε η φυσική βία δεν έδειχναν ανάλογη ευαισθησία για τους περιορισμούς στην άσκηση της υπέρτερης ισχύος την οποία συνεχώς υπερτιμούσαν ως προς την μακροχρόνια αποτελεσματικότητά της, πιστεύοντας ότι πάντοτε θα λειτουργούσε υπέρ τους. Αυτή τη μονομέρεια των αντιλήψεών τους την ονόμαζαν ειλικρίνεια.
Αρνούνταν κατηγορηματικά να «ντύσουν» την ωμή βία με  την λεγόμενη «μαλακή ισχύ» ώστε να παραχθεί η ισχύς με τη σύγχρονη έννοια κάτι που , κυρίως οι Αγγλοσάξονες, αλλά και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη το έχουν αναγάγει σε υπέρτατη τέχνη. Η απουσία  «μαλακής ισχύος»  σε συνδυασμό με την άτεγκτη προτεσταντική ηθική τους στην ουσία μετέτρεπε την γερμανική  Realpolitik σε ένα επικίνδυνο μίγμα κυνικού ρομαντισμού και άτεγκτης πορείας προς το πεπρωμένο.
Ας επανέλθουμε τώρα στα ζητήματα που ανέκυψαν μετά την ενοποίηση και αφορούν στην εκ νέου αναζήτηση της γερμανικής ταυτότητας. Μια συζήτηση που αποτελούσε ταμπού κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου. Η συζήτηση γίνεται  στη βάση της ιστορικής ιδιαιτερότητας της Γερμανικής κοινωνίας και επιδιώκεται να δειχθεί ότι αυτή η ιδιαιτερότητα ισχύει μέχρι και σήμερα. Η πολιτιστική στροφή που έχει επισυμβεί στην Γερμανία προκαλεί αναπόφευκτη διάζευξη με την, μέχρι την ενοποίηση, πολιτική πρακτική, προαναγγέλλοντας μια διαφορετική πολιτική αντίληψη στις γερμανικές ελίτ. Οι συζητήσεις για την γερμανική ταυτότητα μοιραία λαμβάνουν χώρα σε ένα πλαίσιο στο οποίο τον πρώτο ρόλο έχουν παλαιές ιδέες που αποπνέουν συντηρητισμό και αντιδραστικό εθνικισμό. Ιδέες που , παρακάμπτοντας εντέχνως την περίοδο του Ναζισμού, θέλουν να ξαναγυρίσουν στις ιερές παραδόσεις της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (τις οποίες κατέστρεψαν οι Ναζί ως μικροαστοί).Η συντηρητική αυτή αντίληψη έχει απλώσει την επιρροή της σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και διαμορφωτών της κοινής γνώμης.
Παράλληλα ο γερμανικός εθνικιστικός ιδεαλισμός  στηρίζει την  αποτελεσματικότητα της οικονομίας αλλά και στηρίζεται από αυτή. Στηρίζει  την  υπέρμετρη «ωμή βία» με την οποία επιβάλλουν ,εκεί που μπορούν, την οικονομική τους λογική, η οποία συνάδει με μερκαντιλιστκά πρότυπα (το εθνικό οικονομικό συμφέρον είναι πρώτιστο) και  με τη σειρά της στηρίζεται στη δύναμη που παρέχει η οικονομική ισχύς.
Ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Wolfgang Schauble αποτελεί την επιτομή αυτών των αντιλήψεων. Ενώ η προηγούμενη γενιά πολιτικών ηγετών καθόρισε απόλυτα την εξωτερική πολιτική της με βάση το στόχο της πλήρους ενσωμάτωσης της Γερμανίας στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ, μια νέα γενιά , αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι ο  Wolfgang Schauble , δεν κάνουν καμία προσπάθεια να κρύψουν τη θεμελιώδη και απόλυτη πίστη τους στις αξίες του γερμανικού εθνικισμού.
Πηγή
------------------

Σε τι αλήθεια πιστεύει ο Wolfgang Schauble;(ΙΙΙ).


«…Αυτή είναι η νεκρή χώρα
Αυτή είναι του κάκτου η χώρα
Εδώ τα πέτρινα είδωλα
Σηκώνονται, εδώ λαμβάνουν
Την ικεσία ενός χεριού νεκρού ανθρώπου
Κάτω από το σπίθισμα σβησμένου άστρου.
...
Μεταξύ ιδέας και πραγματικότητας
Μεταξύ κίνησης και δράσης
Πέφτει η Σκιά
Διότι δικό σου είναι το Βασίλειο
Μεταξύ αντίληψης και δημιουργίας
Μεταξύ κίνησης και απάντησης
Πέφτει η Σκιά
Η ζωή σου είναι πολύ μακριά
Μεταξύ πόθου και σπασμού
Μεταξύ δύναμης και ύπαρξης
Μεταξύ ουσίας και πτώσης
Πέφτει η Σκιά
…….
Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος
Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος
Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος
Όχι μ' ένα πάταγο αλλά μ' ένα λυγμό».
T.S.Eliot.

Αν πράγματι έχουμε εισέλθει , κατά κάποιο τρόπο, στο μυαλό του WolfgangSchauble, κάτι που σημαίνει ότι έχουμε αντιληφθεί την ουσία του σχεδίου του, το πρόβλημα που ανακύπτει είναι ο τρόπος αντιμετώπισής του. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Γίνονται περισσότερο περίπλοκα αλλά και ενδιαφέροντα.  Αποκτούν πρόσθετο ενδιαφέρον διότι συνδέονται άμεσα με το υπάρχον μόρφωμα της ΕΕ και σαφέστατα με την προοπτική του.

Την προσήλωση της Γερμανίας στον στόχο των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» διεκήρυξε  ο Καγκελάριος  
Helmut Kohl κατά την υπογραφή της Συνθήκης των Τεσσάρων συν Δύο (3.10.1990) για την επανένωση των δύο Γερμανιών. Μια δεκαετία αργότερα την επαναβεβαίωσε ο Υπουργός Εξωτερικών Joschka Fischer κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου (12.5.2000).
Η άποψη του Χέλμουτ Κολ ότι η Γερμανική και η Ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος έχει τεθεί για καλά στις ελληνικές καλένδες.
Η Γερμανία αυτή την στιγμή κατέχει περισσότερο από το ένα τέταρτο του πλούτου της ευρωζώνης, αλλά η χώρα τα βρίσκει δύσκολα να χειριστεί τον ηγεμονικό ρόλο που έχει αποκτήσει και που ποτέ δεν ήθελε.
Αυτό που διαφαίνεται με σχετική ακρίβεια,  είναι ότι υπάρχουν χώρες σήμερα στην ΕΕ που δεν  «χωρούν» στο σχέδιο  Schauble  σε μια ένωση υπό την απόλυτη κυριαρχία της Γερμανίας. Το ΗΒ είναι η πρώτη και ισχυρή χώρα που βρίσκεται σε αυτήν τη κατηγορία. Βεβαίως η Β. Ιρλανδία ως κομμάτι του αγγλοσαξονικού κόσμου  και έπονται οι τρεις χώρες της Μεσογείου : Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα. Οι γνωστές προτάσεις του Schauble προς την Ελλάδα για «προσωρινή» αποχώρηση από το ευρώ αποτελούν αποχρώσεις ενδείξεις της συγκεκριμένης άποψης.  Η Κύπρος και η Μάλτα, όπως είναι λογικό, δεν φαίνεται να λαμβάνονται υπόψη.
Ήδη η αποχώρηση του ΗΒ από την ΕΕ, φαίνεται ότι εξυπηρετεί τα σχέδια του Wolfgang Schauble και της παρέας του. Με την γερμανική ενοποίηση, ένα στοιχείο – κλειδί της δυναμικής της Ευρώπης, που ήταν βασισμένη στην ισορροπία μεταξύ των  μεγαλύτερων μελών – κρατών, της Δυτικής Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας , χάθηκε. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι με την γερμανική ενοποίηση, το ενδιαφέρον της Βρετανίας στην Ε.Ε. εξαφανίστηκε. Και με την απόσυρση αυτής της Βρετανίας, η ισορροπία των δυνάμεων κλονίστηκε ακόμη περισσότερο.
Η μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, τακτική της Γαλλίας για πολιτικό έλεγχο της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας μέσω δημιουργίας διαφόρων γραφειοκρατικών μηχανισμών και συγκεκριμένων θεσμών (από την ΚΑΠ μέχρι την ΕΚΤ) έχει αποτύχει με βάση τα σημερινά αποτελέσματα. Η Γερμανική οικονομική ισχύς έχει μετατραπεί και σε πολιτική ισχύ έχοντας δημιουργήσει:  θεσμικό πλαίσιο που την εξυπηρετεί, συμμαχίες προθύμων χωρών που την ακολουθούν, αποδυνάμωση των ισχυρών χωρών της ΕΕ (Γαλλία, Ιταλία) που διστάζουν ή αδυνατούν να προβάλλουν αντιρρήσεις σοβαρού περιεχομένου στην πορεία της ένωσης. Ο λόγος είναι ένας και μοναδικός: ο φόβος για τη «νομιμοποιημένη»  ανάδυση ενός ανεξέλεγκτου γερμανικού επιθετικού ιδεαλιστικού εθνικισμού μέσω της αποδυνάμωσης ή και τελικά διάλυσης της ευρωζώνης και της ΕΕ, η αντιμετώπιση του οποίου σχεδόν θα είναι αδύνατη από κάθε χώρα ξεχωριστά. Ο φόβος είναι υπαρκτός και δεδομένος. Δείχνει με σαφήνεια ότι η προβαλλόμενη αντίληψη αντιμετώπισης του γερμανικού ιδεαλιστικού εθνικισμού με άμεση αντιπαράθεση με οποιοδήποτε άλλον ευρωπαϊκό εθνικισμό είναι ατελέσφορη. Εδώ εντάσσεται και η ανιστόρητη αντίληψη της αποχώρησης της Ελλάδας από την ΕΕ ως στρατηγική επιλογή για την αντιμετώπιση της πληθώρας των υπαρκτών προβλημάτων μας  κατά μόνας.  Όλοι όσοι φαντασιώνονται ότι η αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ θα σταματήσει με μαγικό τρόπο την εκδήλωση των υπαρχόντων εθνικισμών οι οποίοι λαμβάνουν διάφορες μορφές (από οικονομική μέχρι γεωπολιτική πλευρά). Εξάλλου η Ελλάδα έχει πικρή πείρα από την εχθρότητα της Γερμανίας από την περίοδο του χαμένου πολέμου του 1897 και τη σαφή υποκίνηση της Τουρκίας προκειμένου να ικανοποιηθούν τα γερμανικά συμφέροντα (μεταξύ άλλων και οι γερμανοί ομολογιούχοι) με την επιβολή στη συνέχεια του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Ο οικονομικός έλεγχος πολύ νωρίς συσχετίσθηκε από τους μελετητές της εποχής με τα αίτια του πολέμου. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι η Γερμανία, προεξοφλώντας την ελληνική ήττα, εξώθησαν σε πόλεμο – την Ελλάδα έμμεσα με πράκτορες, την Τουρκία άμεσα- για να εξαναγκαστεί η Ελλάδα να δεχτεί τον έλεγχο. «Ως εκρίθη η μάχη του Δομοκού, η Γερμανία ήρξατο να ομιλή περί ελέγχου» γράφει ο Α. Ανδρεάδης (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ). 
 Παράλληλα δείχνει, επίσης, αυτό που γνωρίζουν πολύ καλά οι γερμανοί: ότι δεν μπορεί να υπάρξει ΕΕ χωρίς την Γερμανία.   Η Γερμανία αυτή την στιγμή κατέχει περισσότερο από το ένα τέταρτο του πλούτου της ευρωζώνης ενώ ένας σημαντικός αριθμός κρατών , κυρίως της Β κα Κ Ευρώπης  έχουν δεθεί ποικιλότροπα στον γερμανικό πυρήνα ισχύος.
 Όλες οι σκέψεις για συνεργασία των χωρών του Νότου προσκρούουν κατ’ αρχάς στη ισχύ της Γερμανίας. Ουσιαστικά χωρίς την Γερμανία είναι πρακτικά αδύνατον να υπάρξει Ενωμένη Ευρώπη που να έχει ρόλο στα διεθνώς τεκταινόμενα είτε αυτά είναι οικονομικά θέματα είτε γεωπολιτικά, αλλά και να λειτουργεί σε καθεστώς «συνεργασίας και συνεννόησης» με την υπόλοιπη καθοδηγούμενη με την Γερμανία Ευρώπη.  Είναι τουλάχιστον αφελές και άστοχο να υποστηρίζεται ότι η σημερινή Γαλλία θέλει και μπορεί να παίξει το ρόλο του εναλλακτικού πόλου ισχύος έναντι της Γερμανίας. Αυτό θα σήμαινε ,κατ’ αρχάς, πλήρη ανατροπή της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης στρατηγικής από τη μεριά της Γαλλίας, κάτι που μόνον η Λεπέν υποστηρίζει και συνεπώς το καθιστά περισσότερο δύσκολο με την πόλωση που δημιουργεί στο εσωτερικό της Γαλλίας. Ανατροπές στρατηγικής αυτού του βεληνεκούς  αποτελούν ιστορικές αποφάσεις και συμβαίνουν στην πολιτική όταν ο αντίπαλος λάβει , απολύτως, τη ξεκάθαρη μορφή του εχθρού. 


Συγχρόνως δεν είναι καθόλου βέβαιον, ότι, τα συμφέροντα των χωρών του Νότου ταυτίζονται και ότι είναι έτοιμες να προχωρήσουν σε αμοιβαιοποίηση των διαφορετικών  βαρών και κόστη που υπάρχουν σε κάθε ξεχωριστή χώρα και παράλληλα να   διασαλέψουν, ομοιόμορφα , τις σχέσεις τους με την ισχυρή Γερμανία

 Όλες αυτές οι σκέψεις ένα στόχο μπορούν  να έχουν  :  να αμβλύνουν ορισμένες από τις εκφάνσεις της  ασκούμενης γερμανικής κυριαρχίας στον οικονομικό τομέα, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο διότι προϋποθέτει αλλαγές στις βασικές συνθήκες δημιουργίας της ΕΕ. Διακηρύξεις τύπου ότι χρειάζεται «νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τους ευρωπαϊκούς λαούς» μάλιστα από πλήρως υποταγμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προκαλούν μειδιάματα καθώς αντανακλούν εμφανή αδυναμία πρόσληψης της σημερινής πραγματικότητας. Διαμορφώνεται ήδη ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» το οποίο δεν έχει λάβει υπόψη του καθόλου τις μελαγχολικές κενολογίες αυτού του είδους. Φθάνει να κοιτάξει κανείς τον εκλογικό χάρτη των ευρωπαϊκών χωρών. Η συνέχιση της αυταπάτης τελικά θα μετατραπεί σε απάτη , για να μην πούμε ότι κάθε αυταπάτη είναι απάτη.
Τελικά φαίνεται ότι ο απόλυτος εγκλωβισμός των ευρωπαϊκών χωρών στο πείραμα της ΕΕ και της ευρωζώνης μπορεί να σπάσει μόνο «με ένα πάταγο και όχι με ένα λυγμό». Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τις σκοτεινές, αλλά τόσο εμφανείς, κινήσεις της ανθρώπινης ιστορίας. 
====================

Ένας χρόνος “σωτηρίας” της Ελλάδας, το Δόγμα Σόιμπλε: Αυταρχικοί είναι πάντα οι άλλοι…

Του Τόμας Φρίκε Τι γίνεται αλήθεια με τους Έλληνες; Πριν ένα χρόνο ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ανάγκασε τους Έλληνες να δεχτούν ένα πακέτο σωτηρίας το οποίο μόλις είχε απορρίψει ο λαός. Και δεν είχε αποτέλεσμα. Περιστασιακά γίνεται λόγος για πολιτικούς στο εξωτερικό, οι οποίοι λαμβάνουν αυταρχικά μέτρα και καταργούν τη Δημοκρατία, ή θα το έκαναν αν εξελέγοντο. Ευτυχώς που δεν συμβαίνει καταρχάς σε μας. Καταρχάς. Εκτός εάν αφορά, ας σκεφτώ λιγάκι, τους Έλληνες. Ο υπουργός μας των Οικονομικών έπρεπε φυσικά πριν ένα χρόνο να αναστείλει για λίγο τη Δημοκρατία λόγω έσχατης ανάγκης και -θα θυμάστε- να υποδείξει στην κυβέρνηση της Αθήνας να αποφασίσει υπέρ ενός πακέτου εξυγίανσης εναντίον του οποίου είχε ψηφίσει περισσότερο από το 60% των Ελλήνων πριν μερικές μέρες σε ένα δημοψήφισμα. Η αιτιολογία για την μεταστροφή ήταν σαφής: διαφορετικά η Ελλάδα δεν θα έπαιρνε πια από μας δάνειο, σαφώς. Κάτι το οποίο δεν είχε να κάνει φυσικά σε τίποτα με εκβιασμό. Χρήματα από μας και Δημοκρατία; Δεν πρέπει να υπερβάλει κανείς. Τότε ήταν φυσικά κάτι το εντελώς διαφορετικό. Επρόκειτο, ας πούμε, για το ότι οι Έλληνες δεν ήθελαν να καταλάβουν τι είναι καλό γι΄αυτούς: να ξανακάνουν τις δέουσες περικοπές, να αυξήσουν τους φόρους και να ξεπουλήσουν τη δημόσια περιουσία, επειδή μετά όλα θα ήταν καλύτερα. Η οικονομία θα δημιουργούσε εμπιστοσύνη, θα αναπτυσσόταν και θα δημιουργούνταν θέσεις εργασίας. Έπρεπε, λοιπόν, ο υπουργός των Οικονομικών να βοηθήσει λίγο, ας πούμε, στο να εκτραπεί/να αναστραφεί ελαφρά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Και άξιζε. Βέβαια δεν φαίνεται ακόμα πολύ καθαρά. Οι δημοσκοπήσεις ανάμεσα σε μάνατζερ των επιχειρήσεων δείχνουν ένα χρόνο μετά μια (ακόμα) ελαφρά συρρίκνωση της βιομηχανίας. Τέλεια. Το (ελληνικό) ΑΕΠ μειώθηκε το 2016 κατά 1%. Αυξάνονται οι θέσεις εργασίας μήνα με το μήνα (μερικώς χάρη στο κράτος), αν και η ανεργία ένα χρόνο μετά το πακέτο σωτηρίας βρίσκεται ακόμα στο 23,5% (αντί 24,5% πριν). Εντάξει, πάει καλά ο τουρισμός, κάτι το οποίο για να είμαστε ειλικρινείς έχει να κάνει με την τρομοκρατία των γειτόνων και λιγότερο με το πακέτο το οποίο υπαγόρευσε ο Σόιμπλε. Κατά βάση η ελληνική κυβέρνηση -παρά τις αντιστάσεις- έχει κάνει υπάκουα αρκετά από όσα ο λαός λανθασμένα δεν ήθελε αρχικά. Και για τα οποία βοήθησαν ο Σόιμπλε και οι φίλοι του υπουργοί Οικονομικών. Μόνο που η μαζική ανεργία και η μιζέρια δεν εξαφανίστηκαν. Η εξήγηση γι? αυτό πρέπει να είναι κάποια άλλη. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι οι υψηλοί φόροι, οι εισφορές και οι περικοπές συνέβαλαν αποφασιστικά απλώς στο να μην ανακάμπτει η οικονομία. Και φυσικά κανένας δεν θέλει να επενδύει σε μια χώρα όπου λόγω έλλειψης αγοραστικής δύναμης δεν μπορείς να πουλήσεις τίποτα. Δεν είναι τυχαίο το ότι κινείται μόνο ο τουρισμός, διότι έρχονται χρήματα απ΄ έξω και έτσι κινείται και η ελληνική οικονομία. Ίσως τελικά ο ελληνικός λαός να μην έσφαλε εκφράζοντας συγκεκριμένες αμφιβολίες στο να αποδεχτεί ένα νέο πακέτο και να γίνουν ακόμα περισσότερες περικοπές, αντί να ληφθεί μέριμνα να έλθουν περισσότερα χρήματα στην οικονομία. Στο θέμα αυτό λίγο βοηθά και η κυνική επισήμανση, εδώ στη χώρα μας, ότι όποιος δίνει το δάνειο (δηλαδή εμείς) επιτρέπεται να αποφασίζει/να καθορίζει. Επιτέλους αυτό δεν είναι λευκή επιταγή για να κάνει κάποιος μια πολιτική ενάντια στη θέληση του λαού η οποία δεν βοηθά κανέναν τελικά. Ειδικά όταν τα δάνειά μας ήταν ως γνωστόν ούτως ή άλλως στο μεγαλύτερο μέρος τους προς όφελος των τραπεζών μας και όχι των Ελλήνων. Αλλά και η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει αν υποχωρήσει λίγο ο ζήλος. Θα μπορούσε όμως να είναι μόνο πολύ μικρή (η υποχώρηση) και πολύ αργά για να αποτρέψει κανείς τη μεγάλη ζημιά. Ας το πούμε προσεκτικά: (Όσα έγιναν) δεν ήταν τα καλύτερα. Ούτε για τους Έλληνες ούτε για τη δική μας πειστικότητα. Θα ήμασταν έστω και λίγο πιο αξιόπιστοι ως υπέρμαχοι της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και της ευημερίας, εάν δεν αγνοούσαμε δημοκρατικές αποφάσεις άλλων χωρών (ή εάν τουλάχιστον διαμαρτυρόμασταν εναντίον όταν το πράττει ο υπουργός μας τον Οικονομικών), απλώς διότι εξαρτώνται από τα χρήματά μας. Ιδίως τώρα, που θεωρούμε ως μέτρο σύγκρισης τόσο άσχημες και οικονομικά αμφιλεγόμενες συνταγές μιας υποτιθέμενης ανάπτυξης μέσω του σφίξιμου του ζωναριού. Πρόκειται για μια μαύρη στιγμή για την Ευρώπη. Ο Τόμας Φρίκε υπήρξε επικεφαλής οικονομολόγος της γερμανικής έκδοσης των Financial Times, οι οποίοι έχουν κλείσει εν τω μεταξύ όμως) από το 2002-2012 και έχει συνεργαστεί με τις εφημερίδες και τα περιοδικά “Tagesspiegel” “Wirtschaftswoche” , “Manager Magazin”. Το 2013 εκδόθηκε το βραβευμένο βιβλίο του “Πόση τράπεζα χρειάζεται ο άνθρωπος;

Σχόλια