Κρίση νομιμοποίησης και εκδοχές του μέλλοντος της ΕΕ

Του Πάνου Καζάκου*
Έχει σημασία στις σημερινές συνθήκες αμφισβήτησης και αβεβαιοτήτων να υπενθυμίσουμε ότι η ΕΕ είναι συνολικά, παρά τα ελλείμματά της, το πλέον επιτυχημένο πείραμα διεθνών σχέσεων. Η Ένωση ενίσχυσε την ικανότητα των κρατών μελών  να πετυχαίνουν κοινούς στόχους π.χ. να παράγουν δημόσια αγαθά όπως είναι η ειρηνική συμβίωσή τους και να αντιμετωπίζουν τις λεγόμενες externalities του τύπου «κάνε φτωχότερο τον γείτονα» (beggar my neighborhood policies).  Τέλος, η ΕΕ απέφερε σαφή οικονομικά οφέλη στα μέλη της αν και όχι στον ίδιο βαθμό για όλα.
Το οικοδόμημα στηρίζεται σε θεμελιώδη κοινά χαρακτηριστικά των κρατών μελών που, απλά, απλούστερα είναι σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες με διάφορες εκδοχές «κοινωνικού κράτους».
Παρά ταύτα, η ΕΕ βρίσκεται επί ξυρού ακμής καθώς κατατρύχεται από μια πολυεπίπεδη κρίση νομιμοποίησης. Τα συμπτώματα αυτής της κρίσης είναι πολλά: με εμφανέστερο την άνοδο των λαϊκιστικών, αντιευρωπαϊκών κινημάτων. Ένας σκληρός αντιευρωπαϊκός λαϊκισμός κερδίζει έδαφος παντού - σε Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία, Γαλλία, Αυστρία κ.α.
Οι πιο επιτυχημένες λαϊκιστικές κινήσεις καταγγέλλουν την Ευρώπη και, κυρίως, τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ των χωρών τους, εξαγγέλλουν απλοϊκές λύσεις για σύνθετα προβλήματα, καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και εκθειάζουν την εθνική κυριαρχία (καλύτερα μόνοι, παρά με άλλους). Στην άκρα δεξιά αμφισβητούν θεμελιώδεις αξίες των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Όμως, εκμεταλλεύονται πραγματικά προβλήματα.
Ίσως βιώνουμε ένα φαινόμενο που έχει επαναληφθεί στην ιστορία π.χ. στις δεκαετίες του 1920 και 1930: Η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η παγκοσμιοποίηση και οι νέες τεχνολογίες προκαλούν αναταράξεις, «αναδιαρθρώσεις» και αβεβαιότητες στις κοινωνίες. Οι αντιδράσεις ή άμυνες οικονομιών και κοινωνιών κατά μεγάλων κυμάτων ομογενοποίησης  είναι τότε αναπόφευκτες ιδίως αν έχουν την αίσθηση ότι  η πολιτική έχασε τον έλεγχο των αλλαγών.
Πράγματι, ηΕΕ και η Ευρωζώνη δεν έχουν προσφέρει αξιόπιστες ή αποτελεσματικές λύσεις μεγάλων οικονομικών προβλημάτων τα οποία απαριθμώ επιτροχάδην: Αναιμική και καθυστερημένη ανάκαμψη, το τραύμα και τα χρέη που προκάλεσε η χρηματοπιστωτική κρίση, το διευρυνόμενο ρήγμα Βορρά/Νότου, βουνά δημοσίων και ιδιωτικών χρεών, η επέκταση της ανασφάλειας στις αγορές εργασίας όπου μειώνεται το ποσοστό των «βιώσιμων» θέσεων εργασίας.
Γιατί λοιπόν αυτό το γενικά πετυχημένο μοντέλο διεθνούς συνεργασίας περιήλθε σε κρίση νομιμοποίησης και γιατί φαίνεται ότι αδυνατεί να λύσει προβλήματα; Οι αιτίες είναι πολλές. Παραβλέποντας τις λαϊκιστικές ιαχές, θα εξετάσω στη συνέχεια δύο παράγοντες που με φέρνουν κοντύτερα σε ό,τι συζητείται (ή θα πρέπει λογικά να συζητηθεί) στους θεσμούς:
  • Πρώτον, την ασυμμετρία νομισματικής και οικονομικής πτυχής στην Ευρωζώνη και,
  • δεύτερον, το τωρινό μοντέλο ή «μείγμα» οικονομικής πολιτικής.
Η Ευρωζώνη είναι μια ισχυρή και συγκεντρωτική νομισματική ένωση με ήπια ως ασθενή οικονομική ένωση. Στην κρίση έγινε εμφανές ότι έλειπαν τόσο εξισορροπητικοί μηχανισμοί, συγκρίσιμοι με εκείνους εμπεδωμένων ομοσπονδιών όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, όσο και ένας αποτελεσματικός μηχανισμός αντιμετώπισης κρίσεων για την περίπτωση ασύμμετρων διαταραχών.
Αυτή η θεμελιώδης ασυμμετρία συνυφαίνεται, όπως είπαμε, με «λάθη» πολιτικής. Την περίοδο της κρίσης οι κυβερνήσεις (και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί) προσπάθησαν να σταθεροποιήσουν τις χειμαζόμενες οικονομίες  με περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα και «χαλαρή» νομισματική πολιτική – χαμηλά επιτόκια και αγορά κρατικών ομολόγων («ποσοτική χαλάρωση»). Ουσιαστικά ανέθεσαν τη σταθεροποίηση της Ευρωζώνης στην ΕΚΤ. Αλλά ιδίως τα χαμηλά επιτόκια εξουδετερώθηκαν από την υπερχρέωση των κρατών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Το αποτέλεσμα ήταν μια αναιμική και, πιθανόν, πρόσκαιρη μεγέθυνση. Επίσης, όπως διαπιστώνει ο Paul De Grauwe οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προώθησαν οι θεσμοί αύξησε τις απώλειες όσων πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση.
Βέβαια, δεν έλειψαν πολιτικές πρωτοβουλίες για ανανέωση του ευρωπαϊκού σχεδίου μετά την κρίση του 2008-2010. Όμως διαπιστώνουμε ότι σταθεροποίησαν μεν τις οικονομίες, πράγμα που δεν υποτιμώ, αλλά σε απογοητευτικά επίπεδα. Δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα όσον αφορά σε θεμελιώδη προβλήματα της Ένωσης και παγίωσαν βασικά χαρακτηριστικά του μοντέλου οικονομικής πολιτικής.
Λογικά επομένως αναζητούνται λύσεις για τα προβλήματα αυτά. Οι επίσημες  ιδέες  που ήδη κυκλοφορούν εντάσσονται στη λογική της ever closer union, δηλαδή, του αργόσυρτου μετασχηματισμού της ΕΕ προς την κατεύθυνση μιας βαθύτερης (και αποτελεσματικότερης) οικονομικής και πολιτικής ένωσης. Όμως δεν διακρίνω κάποια ισχυρή κίνηση προς μιαν «άλλη Ευρώπη» στις πολιτικές ελίτ που έχουν τον πρώτο λόγο. Ούτε συζητούν ένα ομοσπονδιακό άλμα καθώς στις παραδοσιακές επιφυλάξεις προστέθηκε και η πίεση του εθνολαϊκισμού. Αντίθετα, διακρίνω μια ιδιότυπη στάση προάσπισης του status quo στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στην οικονομική πολιτική με υποβάθμιση των προβλημάτων οικονομικής και κοινωνικής συνοχής σε ευρωπαϊκό και εθνικόεπίπεδο, ευγενείς συμπαιγνίες στον χρηματοπιστωτικό τομέα και ανοχή των φορολογικών παραδείσων στην Ευρώπη.
Εναλλακτικά πάντως προτείνονται ιδέες για «λιγότερη Ευρώπη». Αυτό μπορεί να γίνει με επανεθνικοποίηση διαφόρων πολιτικών, όπως επιζητούσε μονίμως το ΕΒ, ή τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πυρήνα με λιγότερα κράτη μέλη ή, τέλος, με τη διάλυση της Ευρωζώνης, αλλά όχι της ΕΕ συνολικά.
Οι ιδέες αυτές δεν θα έλυναν αλλά θα διόγκωναν τα προβλήματα που αναφέραμε. Εκτός τούτου, ειδικά η ολοσχερής διάλυση της Ευρωζώνης είναι το λιγότερο ρεαλιστικό σενάριο, παρά τα προβλήματα και την πίεση των εθνικιστικών και λαϊκιστικών κινημάτων σε Ιταλία, Γαλλία κ.α. και παρά τις αστοχίες της πολιτικής. Κατά τη γνώμη μου δεν θα ανταποκρινόταν ούτε στα καλώς οριζόμενα ελληνικά συμφέροντα. Η πεπατημένη της ever closer με τις ασάφειές της είναι ο πιθανότερος δρόμος και ας μη ενθουσιάζει. Δεν θα αλλάξει τους τωρινούς συσχετισμούς δύναμης ούτε τη γενική κατεύθυνση (και τις μονομέρειες) της οικονομικής πολιτικής.
Όπως και να έχει το πράγμα, οι κυβερνήσεις θα συζητήσουν τον Μάρτιο 2017 τις μελλοντικές διαδικασίες. Ελπίζω να έχουμε λόγο και εμείς. Χρειαζόμαστε ιδέες για το πώς η Ελλάδα θα ήθελε να εξελιχθεί η Ευρώπη και ποια συγκεκριμένα θέση θα ήθελε να έχει σε αυτή.
*Ο κ. Πάνος Καζάκος είναι Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της επιστημονικής επιτροπής του Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή 

Σχόλια