Η Ελλάδα σαν “ισοβίτης”.

Του Σταύρου Λυγερού
Αν και θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι η κυβέρνηση έχει εισέλθει σε φάση αποσταθεροποίησης, είναι κοινός τόπος πως έχει περιέλθει σε δυσχερή θέση. Όπως μας έχει δείξει η πείρα των χρόνων του Μνημονίου, ο πόλεμος κρίνεται στο πεδίο της οικονομίας. Και σ’ αυτό το πεδίο, η αισιόδοξη ρητορική του Τσίπρα δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα.

Η καταγραφόμενη αύξηση των δημοσίων εσόδων ναι μεν απομακρύνει τον κίνδυνο ενεργοποίησης του περιβόητου “κόφτη”, αλλά δεν προδιαγράφει την ανάκαμψη. Αντιθέτως, η κάλυψη των δημοσιονομικών στόχων με υπερφορολόγηση απορροφά πόρους από την πραγματική οικονομία, γεγονός που την καθηλώνει. Είναι θεμελιώδες ότι όταν η πραγματική οικονομία βρίσκεται σε τόσο άσκημη κατάσταση ούτε τα δημόσια οικονομικά, ούτε το ασφαλιστικό, ούτε το τραπεζικό σύστημα μπορούν να είναι υγιή.

Και εάν φέτος η κυβέρνηση μάλλον θα πιάσει τον μνημονιακό στόχο, θα είναι δύσκολο να συμβεί το ίδιο το 2017 και πολύ περισσότερο το 2018. Υπενθυμίζουμε ότι για φέτος η υποχρέωση είναι πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ (περίπου 900 εκατ.), ενώ για τον επόμενο χρόνο είναι 1,75% (περίπου 3.350 εκατ.) και για το 2018 και μετά 3,5% (περίπου 6.700 εκατ.).

Για να προσεγγισθούν αυτοί οι στόχοι θα πρέπει η οικονομία να τρέξει με υψηλότατο ρυθμό ανάπτυξης που με τις υφιστάμενες συνθήκες είναι ανεδαφικός. Αυτό σημαίνει είτε επιβολή νέων φόρων σε μία υπερφορολογημένη οικονομία είτε ενεργοποίηση του “κόφτη”, δηλαδή οριζόντιες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο για μισθούς και συντάξεις όσο και για την απόδοση του ήδη υποχρηματοδοτημένου κρατικού μηχανισμού.

Μία τέτοια εξέλιξη θα ρίξει ακόμα περισσότερες επιχειρήσεις και νοικοκυριά στον γκρεμό, συσσωρεύοντας περαιτέρω οικονομικά και κοινωνικά ερείπια. Στο πολιτικό επίπεδο, αυτό θα παροξύνει το ήδη βαρύ κλίμα δυσαρέσκειας που επικρατεί και στους κόλπους των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δημοσκοπήσεις είναι αποκαλυπτικές των εκλογικών διαρροών.

Ο Τσίπρας έχει εναποθέσει τις ελπίδες του σε μία απόφαση για σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, η οποία και θα ανοίξει την πόρτα για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Προϋπόθεση είναι και το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης. Αυτή, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την Αθήνα. Όπως φάνηκε και από τις διαπραγματεύσεις, το Κουαρτέτο όχι μόνο δεν βιάζεται, αλλά και προβάλλει μαξιμαλιστικές θέσεις.

Μία άμεση απόφαση για την ελάφρυνση θα είχε βαρύνουσα οικονομική σημασία, κυρίως στο επίπεδο της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων. Θα είχε, επίσης, και υψηλό πολιτικό συμβολισμό. Όλα δείχνουν, ωστόσο, ότι το σχετικό αίτημα του Τσίπρα, αν και έχει βρει σημαντικούς υποστηρικτές και στους κόλπους του ευρωιερατείου, τελικώς θα προσκρούσει στην επίμονη άρνηση του Βερολίνου.

Τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος είναι ασήμαντα και δεν μπορούν να “πουληθούν” πολιτικά από την κυβέρνηση. Εάν οι αποφάσεις για την ελάφρυνση παραπεμφθούν για μετά τις γερμανικές εκλογές (φθινόπωρο του 2017), η κυβερνητική ρητορική θα καταρρεύσει και μαζί της θα καταρρεύσουν και οι όποιες ελπίδες του Μαξίμου για πολιτικοεκλογική ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ.

  • Δεμένη χειροπόδαρα από τα Μνημόνια, η Ελλάδα θυμίζει ισοβίτη. Προς το παρόν, στο Μαξίμου ελπίζουν ότι θα μειώσουν την ποινή και είναι ειλικρινείς όταν διαψεύδουν ότι σχεδιάζουν πρόωρες εκλογές. 
  • Αν, όμως, το επόμενο διάστημα οι ελπίδες τους αποδειχθούν φρούδες, θα τους τεθεί εκ των πραγμάτων το δίλημμα: Να παραμείνουν όσο γίνεται περισσότερο στην εξουσία, παρά την κλιμακούμενη πολιτική απομόνωση και εκλογική συρρίκνωση, ή να επιχειρήσουν μία ηρωική έξοδο, στήνοντας κάλπες και ελπίζοντας ότι θα παραμείνουν ο άλλος πόλος; Η μέχρι τώρα στάση τους οδηγεί στο συμπέρασμα πως θα επιλέξουν το πρώτο.
Πηγή: stavroslygeros.gr
--------------

Κάποια στιγμή η Γερμανία θα εγκατελείψει το πλοίο που βυθίζεται, την Ευρωζώνη, έχοντας απομυζήσει τους πάντες και επιθυμώντας να διαφοροποιήσει το δικό της νόμισμα, από το νόμισμα των σκλάβων – παραμένοντας όμως ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης και κατακτητής της ηπείρου μας

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το 42% του πληθυσμού της Ιταλίας είναι πλέον εναντίον του ευρώ, ενώ μόλις το 32% έχει εμπιστοσύνη στην Ευρωζώνη – κυρίως λόγω του ότι έχουν συνδέσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικονομία τους (μεγάλο δημόσιο χρέος, πολύ υψηλά κόκκινα δάνεια, κίνδυνοι κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος, μεγάλη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής), με το κοινό νόμισμα. Η αυξανόμενη αρνητική τοποθέτηση εναντίον του ευρώ και της νομισματικής ένωσης δεν αφορά μόνο τις ακροδεξιές παρατάξεις, αλλά διευρύνεται σε όλα τα κόμματα – ενώ συνοψίζεται στην εξής έκφραση:
Το ευρώ δεν είναι ένα νόμισμα, αλλά μία μορφή διακυβέρνησης, με στόχο την κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας των χωρών που το έχουν υιοθετήσει – καθώς επίσης την καταστροφή των κοινωνικών επιτευγμάτων. υτό που δεν κατάφερε η Γερμανία με τα τανκ πριν από 70 χρόνια, προσπαθεί να το επιτύχει σήμερα μέσω των δεσμών του ευρώ” (πηγή).
Εν προκειμένω όμως, οι Ιταλοί διαχωρίζουν πλέον καθαρά τους Γερμανούς από τη Γερμανία, όπως αποδεικνύεται από τα βιβλία που γράφονται – μεταξύ των οποίων από το «Πλούσια Γερμανία, φτωχοί Γερμανοί» (πηγή). Επίσης από το «Σκοτώνοντας την Ευρώπη» και κυρίως από το «Τέταρτο Ράιχ» (πηγή) – όπου ενοχοποιείται καθαρά η γερμανική κυβέρνηση για την υποδούλωση της Ευρώπης με οικονομικά όπλα.
Σε κάθε περίπτωση, το ευρώ χαρακτηρίζεται ως το νόμισμα των σκλάβων, μέσω του οποίου έχουν υπερχρεωθεί τα κράτη σκόπιμα, έτσι ώστε να χάσουν την εθνική τους κυριαρχία – με χειρότερο παράδειγμα όλων την Ελλάδα που έχει χάσει τα πάντα, δίνοντας ως εγγύηση ολόκληρη τη δημόσια περιουσία της συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών της αποθεμάτων, καθώς επίσης την ιδιωτική με την απάτη του ξεπουλήματος των τραπεζών.
Σύμφωνα δε με ορισμένους Ιταλούς, οι Έλληνες δεν έχουν συνειδητοποιήσει την προδοσία των κυβερνήσεων τους, οι οποίες έχουν δώσει γη και ύδωρ στους ξένους – ειδικά στους Γερμανούς που φαίνεται πλέον καθαρά πως στηρίζουν τη σημερινή κυβέρνηση, επειδή κατάφερε να περάσει νόμους που, εάν το είχε προσπαθήσει η οποιαδήποτε προηγούμενη, θα είχαν επαναστατήσει οι πάντες. Όταν θα δουν όμως το λογαριασμό θα είναι πάρα πολύ αργά – κάτι που δεν πρόκειται ποτέ να τους συγχωρήσουν τα παιδιά τους.
Τα παραπάνω σημαίνουν βέβαια πως οι Ιταλοί, όπως πολλοί άλλοι λαοί, αναζητούν λύση στο πρόβλημα του χρέους, λόγω του οποίου προκαλούνται όλα τα υπόλοιπα, με την έξοδο της χώρας τους από την Ευρωζώνη –όπου όμως πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να επιβιώσουν, έτσι όπως έχει εξελιχθεί η οικονομική τους κατάσταση.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Ελλάδα, η οποία αναζητάει τη λύση στην υιοθέτηση της δραχμής – σε συνδυασμό με την αθέτηση της πληρωμής του δημοσίου χρέους, με την αιτιολογία πως είναι παράνομο, επαχθές ή/και καταχρηστικό, χωρίς όμως να μπορούν να απαντηθούν ορισμένα πολύ βασικά ερωτήματα (ανάλυση).
Η φυλακή του ευρώ

Στο σημείο αυτό έχει ίσως ενδιαφέρον η τοποθέτηση ενός Γερμανού, ο οποίος είναι διευθυντής του ινστιτούτου Max Planck στην Κολωνία – στην παλαιότερη συνέντευξη του σε ένα ισπανικό περιοδικό, όπου μίλησε για την ανάγκη κατάργησης του ευρώ, επειδή θεωρεί πως είναι καταστροφικό (πηγή).
Ειδικότερα τονίζει ότι, η οικονομία των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα επιδεινώνεται συνεχώς, καθώς επίσης πως η Γερμανία θα ευημερεί όλο και περισσότερο – αφού δεν υπάρχουν μηχανισμοί αναδιανομής στη Ευρώπη (όπου τα πλεονάσματα του ενός κράτους θα κάλυπταν τα ελλείμματα του άλλου), ενώ η Γερμανία δεν θα συμφωνήσει ποτέ, όσον αφορά τη δημιουργία τους.
Εν προκειμένω θα περίμενε βέβαια κανείς πως ο Γερμανός θα τοποθετούταν υπέρ της επιστροφής όλων των χωρών μαζί στην προ ευρώ εποχή (άρθρο) – με την υιοθέτηση μίας πολιτικής τύπου Keynes για την καταπολέμηση της κρίσης, ως εναλλακτική λύση της φυλακής του ευρώ. Παραδόξως όμως τάχθηκε εναντίον της πολιτικής αυτής, με την έννοια πως δεν θα επιτρεπόταν ποτέ η υιοθέτηση της από τις τράπεζες και τις χώρες δανειστές, όπως είναι η Γερμανία.
Αναρωτήθηκε λοιπόν (α) από πού θα δανειζόταν η Ισπανία, εάν επέστρεφε στην πεσέτα, καθώς επίσης (β) με ποιές προϋποθέσεις (επιτόκιο, χρόνος αποπληρωμής κλπ.), έτσι ώστε το χρέος της να είναι βιώσιμο. Με απλά λόγια ήθελε να πει πως οι νεοφιλελεύθερες αγορές δεν θα απαιτούσαν λιγότερες παραχωρήσεις από τα κράτη, από αυτές που επιβάλλει η Γερμανία, για να τα δανείσουν με βιώσιμα επιτόκια. Η απάντηση βέβαια δεν είναι τόσο πολύπλοκη, όσο νομίζει. Ειδικότερα τα εξής:
(α)  Η Ισπανία θα δανειζόταν χρήματα από τις τράπεζες της. Για να δρομολογηθεί βέβαια αυτό, οι τράπεζες θα δανειζόταν αντίστοιχα ποσά από την κεντρική της χώρας – όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ευρωζώνη, όπου οι τράπεζες δανείζονται χρήματα από την ΕΚΤ και αγοράζουν τα ομόλογα των κρατών τους.
Θα μπορούσε φυσικά να αγοράζει η κεντρική τράπεζα απ’ ευθείας από το κράτος τα ομόλογα που εκδίδει – έτσι ώστε να πάψει να υπάρχει ο μεσάζοντας και να περιορισθεί η δύναμη του τραπεζικού συστήματος. Πόσο μάλλον μετά από τα τεράστια προβλήματα που έχει προκαλέσει στα κράτη – όπως είναι τα κόκκινα δάνεια, τα δομημένα ομόλογα, οι διασώσεις από το δημόσιο, τους μετόχους, τους ομολογιούχους ή τους καταθέτες κοκ.
(β)  Με καμία προϋπόθεση. Ειδικότερα, εκτός της Ευρωζώνης όλες οι κεντρικές τράπεζες του πλανήτη αγοράζουν τα ομόλογα των κρατών τους, χωρίς κανένα πρόβλημα – αφού αυτή είναι ακριβώς η βασική λειτουργία τους. Εάν τότε κάποιος θέλει να μειωθούν οι δαπάνες του κράτους, για να μην δημιουργείται πληθωρισμός, τότε απλά επιλέγει ένα πολιτικό κόμμα που έχει αυτόν ακριβώς το στόχο.
Εάν όμως επιθυμεί να έχουν το δικαίωμα του καθορισμού της ποσότητας χρήματος μόνο οι τράπεζες, τότε είναι εκτός των κανόνων της δημοκρατίας – αφού στα δημοκρατικά πολιτεύματα δεν αποφασίζουν οι τράπεζες για τον προϋπολογισμό, αλλά τα Κοινοβούλια.
Με απλά λόγια, ένα κράτος είναι τότε μόνο εθνικά κυρίαρχο, όταν η χρηματοδότηση των δαπανών του προϋπολογισμού του δεν εξαρτάται από άλλους – ενώ όταν συμβαίνει το αντίθετο, τότε δεν αναφέρεται κανείς σε κράτος, αλλά σε αποικία, όπως είναι τα τελευταία έξι χρόνια η Ελλάδα (στην αρχή για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, ενώ σήμερα στο διηνεκές).
Επίλογος

Ολοκληρώνοντας η πλήρης διάλυση της Ευρωζώνης, με την επιστροφή όλων των χωρών στην αφετηρία, είναι απολύτως εφικτή από οικονομικής άποψης. Ειδικά στα σύγχρονα χρηματοπιστωτικά συστήματα, όπου δεν χρεοκοπούν ούτε οι κεντρικές τράπεζες, ούτε τα κράτη – αφού έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτούνται στο διηνεκές, μέσω των ομολόγων που αγοράζουν σε απεριόριστες ποσότητες οι κεντρικές τους τράπεζες, αρκεί να διατηρούν τα εξωτερικά τους χρέη υπό έλεγχο (ή να δανείζονται μόνο στο δικό τους νόμισμα).
Εάν τώρα πρέπει να παραμείνει το ευρώ για άλλους λόγους, όπως είναι η διατήρηση της ειρήνης στην ήπειρο μας, η διευκόλυνση των συναλλαγών, η κατοχή ενός ισχυρού νομίσματος κλπ., τότε οφείλει να δρομολογηθεί άμεσα μία ριζική μεταρρύθμιση – η οποία θα καθιστά δυνατή τη στήριξη των κρατών από την κεντρική τους τράπεζα (ΕΚΤ) οποτεδήποτε χρειαστεί, την καταπολέμηση των ευρωπαϊκών ασυμμετριών που προκαλεί η πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα της γερμανικής κυβέρνησης κοκ.
Προφανώς χωρίς τους εφιαλτικούς εκβιασμούς που βίωσαν η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Ελλάδα στο παρελθόν εκ μέρους της ΕΚΤ (ανάλυση) – ούτε φυσικά με τη σταδιακή μετατροπή των αδύναμων κρατών σε προτεκτοράτα των ισχυρών και ειδικά της Γερμανίας, την οποία εγκαινίασε ξανά η Ελλάδα.
Επόμενο στάδιο θα ήταν η πολιτική ένωση της Ευρωζώνης – χωρίς την οποία το νόμισμα είναι καταδικασμένο. Ακολουθεί μία ραδιοφωνική συνομιλία του κ. Σαχίνη με τον κ. Βιλιάρδο από το Μάιο του 2016, η οποία αφορούσε την τότε αξιολόγηση – έτσι ώστε να καταλάβει κανείς πως τίποτα δεν έχει αλλάξει έκτοτε.

Σχόλια