του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Η πρόσφατη συνάντηση στη Ρώμη, όπου οι εκπρόσωποι κρατών-μελών των «27» συναντήθηκαν για να διακηρύξουν και πάλι την «ενότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη απουσία του Ηνωμένου Βασιλείου, του τυπικώς ακόμη υφιστάμενου «28ου» κράτους-μέλους.
Έτσι η συνάντηση αυτή που αφορούσε στη διακήρυξη της ενότητας, κατέγραψε ήδη μια απουσία. Προηγούμενη «απουσία» είναι εκείνη της Νορβηγίας που με δύο (2) δημοψηφίσματα δεν εντάχθηκε στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το αυτό συνέβη και με την Ελβετία, ενώ η προϊστορία αναφέρει και την αποχώρηση της Γροιλανδίας. Κυρίως όμως ζήτημα που δεν φαίνεται να διατυπώνεται στη συγκεκριμένη διακήρυξη είναι εκείνο της Κύπρου, όπου λόγω των στρατευμάτων εισβολής και κατοχής της Τουρκίας το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο και το ενωσιακό κεκτημένο δεν τυγχάνουν εφαρμογής στο συγκεκριμένο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που παρά την πτώση του τείχους του Βερολίνου παραμένει ακόμη κατ’ ουσίαν, «διαιρεμένο κράτος». Έτσι, η άποψη της διακήρυξης αφορά δήλωση άνευ ουσίας παρά που οι ηγέτες που υπογράφουν υποστηρίζουν τα εξής:
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει πρωτοφανείς προκλήσεις, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στο εσωτερικό της: περιφερειακές συρράξεις, τρομοκρατία, αυξανόμενες μεταναστευτικές πιέσεις, προστατευτισμός, κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Ενωμένοι, είμαστε αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο και να προσφέρουμε στους πολίτες μας ασφάλεια, αλλά και νέες ευκαιρίες. Θα καταστήσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση ισχυρότερη και πιο ανθεκτική, μέσα από ακόμα μεγαλύτερη ενότητα και αλληλεγγύη μεταξύ μας και μέσα από την τήρηση κοινών κανόνων. Η ενότητα είναι αναγκαιότητα, αλλά και ελεύθερη επιλογή μας. Το κάθε κράτος μόνο του, θα είχε περιθωριοποιηθεί από την παγκόσμια δυναμική. Μόνο αν είμαστε ενωμένοι μπορούμε να επηρεάσουμε τη δυναμική αυτή και να προστατεύσουμε τα κοινά μας συμφέροντα και αξίες. Θα προχωρούμε ενωμένοι, με διαφορετικούς ρυθμούς και ένταση όπου χρειάζεται, αλλά πάντα προς την ίδια κατεύθυνση, όπως έχουμε κάνει και στο παρελθόν, τηρώντας τις Συνθήκες και διατηρώντας πάντα ανοιχτή την πόρτα σε εκείνους που θα θελήσουν να συμμετάσχουν αργότερα. Η Ένωσή μας είναι ενιαία και αδιαίρετη». Για το Κυπριακό όμως ουδεμία αναφορά.
·        από το Schuman και τον Monnet στο δόγμα των ταχυτήτων
Πριν το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, είχαν διαμορφωθεί διεθνείς  περιφερειακοί Οργανισμοί, όπως το «Συμβούλιο της Ευρώπης», στο οποίο υπάγεται το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (του Στρασβούργου) και ο «Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης» (ΟΟΣΑ), που στηρίχθηκαν πάνω στο δόγμα της  «διακυβερνητικής συνεργασίας». Η διακυβερνητική συνεργασία αφορά συνεργασία μεταξύ κυρίαρχων κρατών τα οποία δεν απεμπολούν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα και για τη μεταξύ τους συνεργασία κατά βάση (κατ’ αρχήν) ισχύει η ομοφωνία. Την αντίληψη αυτή ανέτρεψε η γαλλική πρόταση που απευθύνθηκε στους Γερμανούς και αφορούσε στην πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Ο R.Schuman επεξεργάστηκε σχέδιο του Jean Monnet και πρότεινε τη γαλλογερμανική συμφιλίωση και συγχώνευση των γερμανικών και γαλλικών βιομηχανικών βασικών υλών. Ωστόσο, η πρόταση του Schuman δεν απευθύνθηκε μόνο προς τη γερμανική πλευρά, αλλά και στα λοιπά Ευρωπαϊκά Κράτη και αφορούσε τη συνένωση των βιομηχανιών άνθρακα και χάλυβα. Αυτή η συνένωση είναι η απαρχή πλέον για τη δημιουργία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που μετεξελίχθηκαν σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα και στη συνέχεια σε Ευρωπαϊκή Ένωση.
Βεβαίως, η διακήρυξη της Ρώμης των «27» αναφέρεται σε μια ασφαλή και προστατευμένη Ευρώπη που όλοι οι πολίτες θα αισθάνονται ασφαλείς. Η Ευρώπη όμως αυτή για να είναι ασφαλής και ευημερούσα θα πρέπει να αναθεωρηθούν τα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού, να επανέλθει το κοινωνικό κράτος δικαίου, η συναντίληψη για την κοινωνική συνοχή και πάνω από όλα η αλληλεγγύη. Άλλως η θέση των «27» θα είναι απλή υπόσχεση. Συγκεκριμένα, οι «27» στη Δήλωσή τους μεταξύ των άλλων διακήρυξαν ότι θα καταβάλουν προσπάθειες προκειμένου να υλοποιήσουν: «μια ευημερούσα και βιώσιμη Ευρώπη: μια Ένωση που θα δημιουργεί ανάπτυξη και θέσεις απασχόλησης· μια Ένωση στην οποία μια ισχυρή, διασυνδεδεμένη και εξελισσόμενη ενιαία αγορά που θα ενσωματώνει τις τεχνολογικές μετεξελίξεις, και ένα σταθερό και ισχυρότερο ενιαίο νόμισμα θα διανοίγουν οδούς ανάπτυξης, συνοχής, ανταγωνιστικότητας, καινοτομίας και συναλλαγών, κατά κύριο δε λόγο για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις· μια Ένωση που θα προωθεί τη διαρκή και βιώσιμη ανάπτυξη μέσα από επενδύσεις, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και θα εργάζεται για την ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης· μια Ένωση όπου οι οικονομίες θα συγκλίνουν· μια Ένωση όπου ο ενεργειακός εφοδιασμός θα διασφαλίζεται και θα είναι οικονομικά προσιτός και το περιβάλλον καθαρό και ασφαλές και 2) Μια κοινωνική Ευρώπη: μια Ένωση που θα εδράζεται στη βιώσιμη μεγέθυνση, θα προωθεί την οικονομική και κοινωνική πρόοδο αλλά και τη συνοχή και τη σύγκλιση, ενώ θα προστατεύει παράλληλα την ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς…».
Αλήθεια η Διακήρυξη αυτή λαμβάνει υπ’ όψιν της σε «ποιά» κατάσταση έχει περιέλθει η ελληνική κοινωνία και οικονομία; Ιδού γιατί οι Λαοί δε μπορούν πλέον να ανέχονται μόνο «Διακηρύξεις»
·        η Ευρώπη της κρίσης και των ανισοτήτων
Τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζουν παράκεντρα εξουσιών, «συγκεκριμένη ελίτ» που καθορίζει την πολιτική κρατών του λεγόμενου τέως Ανατολικού Μπλοκ, όπου προς όφελος της γερμανικής κυρίως οικονομίας, η διεύρυνση αντικειμενικώς έχει εκδηλωθεί ως αναστολή της εμβάθυνσης του ενοποιητικού εγχειρήματος.
Περαιτέρω η εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος που κατ’ ουσίαν αφορά συμφωνίες αμετάκλητων ισοτιμιών, η ανισόμερη ανάπτυξη του καπιταλισμού, ο εντός της ευρωζώνης διαχωρισμός βορείων και νοτίων ή άλλως δανειστών και δανειζόμενων, αλλά και η ύπαρξη σημαντικού αριθμού κρατών-μελών με απόκλιση οικονομιών αλλά και παρέκκλιση λόγω μη εισαγωγής του ευρώ ως νομίσματος,  δημιουργούν και συνιστούν σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών πολλαπλά επίπεδα επιρροών, πολύκεντρα, σφαίρες συμφερόντων και μια ασαφή κατεύθυνση προς τα «πού» βαδίζει η Ευρώπη η οποία οραματίζεται δια του Προέδρου της Επιτροπής Jean-Claude Juncker διάφορες (τουλάχιστον πέντε) ταχύτητες!...
Έτσι, τελεί σε δημόσια βάσανο και δημόσια κριτική  η αναφορά στη συγκεκριμένη διακήρυξη ότι οι ηγέτες των «27» συνομολογούν ότι «…το μέλλον της Ευρώπης βρίσκεται στα χέρια μας και ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί το καλύτερο μέσο για την επίτευξη των στόχων μας. Δεσμευόμαστε ότι θα ακούμε και θα ανταποκρινόμαστε στις ανησυχίες που εκφράζουν οι πολίτες μας και ότι θα συνεργαζόμαστε με τα εθνικά μας κοινοβούλια. Θα συνεργαζόμαστε στο αποδοτικότερο κάθε φορά επίπεδο, είτε είναι το ενωσιακό, το εθνικό, το περιφερειακό ή το τοπικό και με πνεύμα εμπιστοσύνης και καλόπιστης συνεργασίας, μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ αυτών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας. Θα δώσουμε τον απαραίτητο χώρο ελιγμών στα διάφορα επίπεδα ώστε να ενισχυθούν η καινοτομία και το δυναμικό μεγέθυνσης της Ευρώπης. Επιθυμούμε η Ένωση να είναι μεγάλη στα μεγάλα ζητήματα και μικρή στα μικρά. Θα προάγουμε μια δημοκρατική, αποτελεσματική και διαφανή διαδικασία λήψης αποφάσεων και καλύτερα αποτελέσματα. Εμείς, οι ηγέτες, συνεργαζόμενοι στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και μεταξύ των θεσμικών μας οργάνων, θα διασφαλίσουμε ότι θα εφαρμοστεί το σημερινό θεματολόγιο ώστε να αποτελέσει την αυριανή πραγματικότητα. Έχουμε ενωθεί για το καλύτερο. Η Ευρώπη είναι το κοινό μας μέλλον».
Μετά ταύτα «τι» λοιπόν; Η ιστορία θα δείξει!...
---------------------------------------------
---------------------------------
 

Η επιλογή της ΕΕ των πολλών ταχυτήτων και η επιδιωκόμενη αλλαγή της Γερμανικής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.


Σύμφωνα με την πρόσφατη διακήρυξη της Ρώμης (25.03.2017), φαίνεται ότι τελικά επιλέγεται, από τους αρχηγούς των χωρών της ΕΕ, το τρίτο σενάριο από τα πέντε που παρουσίασε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής , Ζαν Κλοντ Γιούνκερ , με τη νέα Λευκή Βίβλο. Το συγκεκριμένο σενάριο που επιγράφεται ως : Those who want more do more , (Εκείνοι που θέλουν περισσότερο, να κάνουν περισσότερο) αποτελεί  ουσιαστικά το σενάριο πολλαπλών ταχυτήτων για την ΕΕ και την Ευρωζώνη, με βάση τις «συμμαχίες των προθύμων» σε συγκεκριμένους τομείς πολιτικής, όπως η άμυνα, η εσωτερική ασφάλεια, η φορολογία ή ορισμένα κοινωνικά θέματα.
Πρόκειται για υιοθέτηση της στρατηγικής της PESCO (Permanent Structured Cooperation), σε διάφορους τομείς, με προεξάρχοντα αυτόν της άμυνας στον οποίο συζητείται έντονα μετά το BREXIT. Πρόκειται για την επιλογή της Γερμανίας , όπως είχε ήδη προαναγγείλει με διάφορους τρόπους η καγκελάριος Μέρκελ.
Μάλιστα στη διακήρυξη υπάρχουν τέσσερις στόχοι για την επόμενη δεκαετίας , μεταξύ των οποίων , ο πρώτος στόχος της ΕΕ που θα επιχειρηθεί την επόμενη δεκαετία είναι ο ακόλουθος :
«Μια ασφαλή και προστατευμένη Ευρώπη: μια Ένωση όπου όλοι οι πολίτες θα αισθάνονται ασφαλείς και θα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα, όπου τα εξωτερικά μας σύνορα θα είναι ασφαλή, εφαρμόζοντας μια αποτελεσματική, υπεύθυνη και βιώσιμη μεταναστευτική πολιτική που θα σέβεται τα διεθνή πρότυπα· μια Ευρώπη αποφασισμένη να καταπολεμήσει την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα».
Γίνεται εύκολα αντιληπτή η άμεση σχέση μεταξύ της επιλογής του τρίτου σεναρίου και του πρώτου στόχου που τίθεται στην πρόσφατη Διακήρυξη των Αρχηγών της ΕΕ.
Η παραπάνω επιλογή, με κύριο άξονα τα θέματα άμυνας και ασφάλειας, αποτελεί εδώ και αρκετό καιρό προτεραιότητα της κυβέρνησης Μέρκελ η οποία είχε προαναγγελθεί με διάφορους τρόπους καθώς γινόταν επιτακτική ανάγκη η προσαρμογή της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής στα νέα πλανητικά δεδομένα.  Η εκλογή του προέδρου Τραμπ επιτάχυνε τις παραπάνω διαδικασίες. 
Τα καινούργια δεδομένα.
Με τις Ηνωμένες Πολιτείες να εξαρτούν ολοένα και περισσότερο την εξωτερική τους πολιτική με την προσέγγιση της “ισορροπίας δυνάμεων”, βασιζόμενες περισσότερο στους περιφερειακούς φορείς για τη διαχείριση απειλών, οι μακροπρόθεσμες εγγυήσεις για την ασφάλεια των ΗΠΑ που υπήρξαν το σήμα κατατεθέν της Ευρωπαϊκής άμυνας από το 1945 δεν μπορούν πλέον να υπολογίζονται από το Βερολίνο.
Με την εκλογή Τραμπ διαφαίνεται η επανεξέταση κύριων προσεγγίσεων της Αμερικανικής Στρατηγικής. Αυτό ήταν από καιρό αναμενόμενο.  Ο Πρόεδρος Τραμπ, όσον αφορά την εθνική στρατηγική των ΗΠΑ, εμφανίζεται ως κύριος εκφραστής αναζήτησης νέων προσανατολισμών και προσεγγίσεων και αυτό είναι το  κύριο ζήτημα της στρατηγικής θεωρίας τους επόμενους μήνες και χρόνια. Τίποτα δεν προδικάζεται αλλά θα ήταν λάθος εάν ως προς τους στρατηγικούς προσανατολισμούς των ΗΠΑ δεν υπογραμμίζεται η διαφορά μεταξύ μιας υπερεκτατικής πολιτικής και των διακηρύξεων της νέας προεδρικής διοίκησης, οι οποίες υποδηλώνουν αναζήτηση προϋποθέσεων ισορροπίας. Θα πρέπει να αναμένουμε πριν εκφραστούν τελεσίδικες εκτιμήσεις.
Καθώς το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση αναμονής για τον τρόπο που θα συνεχίσει να υπάρχει  και καθώς αυξάνεται ολοένα και πιο πολύ το βάρος Ρωσίας, ως περιφερειακή πυρηνική δύναμη ,η Γερμανία δείχνει να κάνει το πρώτο βήμα προς την καθιέρωση ενός νέου εθνικού και περιφερειακού πλαισίου ασφαλείας.
Η συζήτηση στη Γερμανία για μια νέα, πιο διεκδικητική εξωτερική πολιτική που θα στηρίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στο στρατό της, δεν συνδέεται μόνο με τις ανησυχίες σχετικά με τη Ρωσία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Γερμανία έχει αποδεχθεί ότι η μοναδική της επιλογή είναι η συσπείρωση της Ευρώπης, όμως, όπως έχει διαφανεί τα τελευταία έξι χρόνια, η επιτυχία της στο οικονομικό μέτωπο υπήρξε περιορισμένη ή και καταστροφική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια οικονομική οντότητα, αλλά η οικονομία έχει μετατραπεί από συνδετικό στοιχείο σε φυγόκεντρο δύναμη. Θα πρέπει να εισαχθεί κάτι καινούργιο στο Ευρωπαϊκό πείραμα, αλλιώς η Ευρώπη μπορεί να αποσυντεθεί.
Το Βερολίνο πιστεύει πως το να κρατηθεί ενωμένη η Ευρώπη, είναι κάτι που απαιτεί την πρόσθεση μια διαστάσεως που έχει έως τώρα παραβλεφθεί στις διαπραγματεύσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση: Πολιτικο – Στρατιωτικές σχέσεις. Το να υψωθεί ανάστημα απέναντι στη Ρωσία, είναι κάτι που θα βρει ανταπόκριση στα έθνη της Κεντρικής Ευρώπης και η ανάληψη ενός πιο ενεργού ρόλου στο εξωτερικό θα καταστήσει το Βερολίνο ακαταμάχητο στο Παρίσι. Οι νύξεις της Γερμανίας ότι θα επεκτείνει τις διεθνείς στρατιωτικές επιχειρήσεις της, ιδιαίτερα στην Αφρική, αποτελούν ένα σαφές νεύμα προς τη Γαλλία, η οποία έχει εκφράσει επανειλημμένα την επιθυμία της για μια βαθύτερη στρατιωτική και πολιτική συνεργασία με τη Γερμανία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, το πλησίασμα της Γερμανίας προς τη Γαλλία σε σύντομο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να δημιουργήσει εντάσεις μεταξύ τους σε μακροπρόθεσμη βάση. Η Γερμανία δεν είναι ασφαλώς σε θέση να αναλάβει στρατιωτική δράση. Είναι σε θέση να προβάλει με κάποιο ασαφή τρόπο αυτή τη δυνατότητα, δημιουργώντας έτσι τις πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να αποδυναμώσουν προσωρινά τις διαλυτικές τάσεις στην Ευρώπη. Το Βερολίνο πρέπει να κερδίσει χρόνο, κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη, όπου η Ουγγαρία έχει αρχίσει μια ανεξάρτητη πορεία και παρακολουθείται προσεκτικά από τους υπολοίπους. Με τις Ηνωμένες Πολιτείες απρόθυμες να εμπλακούν, η Γερμανία είτε θα γίνει το αντίβαρο είτε θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες.
Αρχικά, οι ενέργειες της Γερμανίας φαινόταν συγκεχυμένες και ασυνήθιστες. Φαίνονται όμως πιο λογικές, αν σκεφτεί κανείς ότι το Βερολίνο αναζητά εναλλακτικά εργαλεία προκειμένου να διατηρήσει ενωμένη την Ευρώπη, καθώς επαναξιολογεί τη Ρωσία. Μέχρις στιγμής, οι προθέσεις της Γερμανίας έχουν αντιμετωπισθεί θετικά, κυρίως εκτός Γερμανίας, αλλά είναι σίγουρο ότι θα εμφανιστεί ξανά η ανησυχία πως ένα ισχυρότερο και πιο δυναμικό Βερολίνο θα αναδυθεί στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και στην παγκόσμια σκηνή. Προς το παρόν πάντως, η Μέρκελ δεν φαίνεται να  έχει άλλη επιλογή.
Η στροφή στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας.
Με την προσφυγική κρίση να συνεχίζεται η γερμανική κυβέρνηση οδηγείται σε μια στροφή στην εξωτερική πολιτική της και στην πολιτική της για την εσωτερική ασφάλεια. Η Γερμανία αποχαιρετά το «Δόγμα Μέρκελ» και προωθεί την αναβάθμιση του ρόλου στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στις εμπόλεμες ζώνες. 
Για χρόνια το «Δόγμα Μέρκελ» κυριαρχούσε στη Γερμανική εξωτερική πολιτική,  σημειώνοντας πως βάσει αυτού του δόγματος το Βερολίνο επιδίωκε την εξωτερική ασφάλεια της χώρας μέσω των εξαγωγών των όπλων και των συνεργασιών, κυρίως σε επίπεδο στρατιωτικής εκπαίδευσης. Ο στόχος αυτής της πολιτικής, όπως η ίδια η καγκελάριος τον είχε εκφράσει σε ομιλία της το 2011, ήταν η ενίσχυση του ρόλου της Γερμανίας ως εγγυήτρια δύναμη για την ασφάλεια χωρών υψίστης στρατηγικής σημασίας. Με αυτή τη στρατηγική η Άγγελλα Μέρκελ εξασφάλιζε και τη μη εμπλοκή της Γερμανίας σε στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό (ή τον περιορισμό αυτών).
Τώρα όμως το Βερολίνο εγκαταλείπει το περίφημο «Δόγμα Μέρκελ» και έχει ήδη ξεκινήσει το σχεδιασμό νέων στρατιωτικών αποστολών, αλλά και την επέκταση όσων επιχειρήσεων βρίσκονται σε εξέλιξη, σε βαθμό που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί μέχρι πριν από λίγο καιρό.
Ο «μεταμοντέρνος ειρηνισμός», αποτελεί εδώ και χρόνια ένα βασικό χαρακτηριστικό στην προσέγγιση της Γερμανίας στην εξωτερική πολιτική, όμως αυτό πλέον αλλάζει, με μεγάλη μερίδα των πολιτικών του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος να εκφράζουν την ελπίδα πως οι επιφυλάξεις των πολιτών σχετικά με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό θα αρθούν. Οι προσεγγίσεις των Σοσιαλδημοκρατών δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά.
Η πρόθεση της Γερμανίας για αναπροσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής βάσει της προσφυγικής κρίσης είναι σαφής και θα πρέπει να αναμένεται η συμμετοχή του Γερμανικού στρατού - με ενισχυμένο ρόλο - σε περισσότερες επιχειρήσεις στο εξωτερικό.  Η νέα κατεύθυνση φαίνεται να διέπεται από την παρακάτω ρήση : «Η Δημοκρατία και το κράτος δικαίου στις χώρες της κρίσης εξασθενούν και περνούν σε δεύτερη μοίρα. Αντ’ αυτού υπερισχύει η σταθερότητα ακόμη και αν αυτό σημαίνει υποστήριξε σε ολοκληρωτικά καθεστώτα».
Η ανησυχία της Μέρκελ για την πολιτική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι έκδηλη, εάν δηλαδή θα υλοποιήσει τις απειλές της για μείωση της παρουσίας στο έδαφος, εάν οι Ευρωπαίοι δεν κάνουν το καθήκον τους, ξοδεύοντας αναλογικά με τις ΗΠΑ για τον τομέα της άμυνας.
Η Μέρκελ μάλιστα, αποκάλεσε «αφελές» το να πιστεύουν οι Ευρωπαίοι, ότι θα μπορούν στο διηνεκές να στηρίζονται σε ξένες «πλάτες» για την επίλυση των προβλημάτων ασφαλείας της «γειτονιάς» τους. Εν ολίγοις, μια Γερμανία που επί πολλά χρόνια σχεδόν αδιαφορούσε για τον τομέα των αμυντικών δαπανών, ξαφνικά δείχνει μεγάλη ανησυχία και δεν την κρύβει, προδίδοντας μια φοβία για την ασφάλεια της ίδιας της χώρας, η οποία όμως έπρεπε να έχει έρθει πολύ νωρίτερα, μια τρομακτική αποτυχία της ίδιας της Μέρκελ ως ηγέτη.
Η ανησυχία της Μέρκελ όμως επιτείνεται και από την επιλογή του Brexit που επέλεξε το Ηνωμένο Βασίλειο, με τη Μέρκελ να υπογραμμίζει ότι επείγει η μαζική ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας των υπολοίπων 27 κρατών-μελών.
Η Μέρκελ φαίνεται πως ανακαλύπτει ή απλά συνειδητοποιεί τώρα, ποιος πρέπει να είναι ο πραγματικός πολλαπλασιαστής ισχύος που μπορεί να καταστήσει την Γερμανία περιφερειακή μεσαία  δύναμη,  όντας οικονομικά ηγέτιδα και «ατμομηχανή» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία όμως οδηγεί «στα βράχια», αφού σε όσα έκανε είχε μια κοντόφθαλμα «εθνοκεντρική» οπτική.
Η πρακτική εφαρμογή του 3ου σεναρίου θα εμφανιστεί στο χώρο της άμυνας και της ασφάλειας.
Μετά το Brexit, οι εξελίξεις στην άμυνα και την ασφάλεια της ΕΕ ήταν γρήγορες και καθοριστικές. Ο στόχος ήταν τριπλός. Από μία πρώτη πλευρά, έπρεπε να αντιμετωπιστεί το κενό που άφηνε η αποχώρηση της Βρετανίας. Από τη δεύτερη πλευρά, έπρεπε να γίνει προσπάθεια εγκλωβισμού της Βρετανίας στα αμυντικά σχέδια της ΕΕ, τη διετία που προβλέπουν οι συνθήκες ότι είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση των  διαπραγματεύσεων. Επίσης θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ο νέος τρόπος που θα χειρίζονταν η κυβέρνηση Τραμπ, το ΝΑΤΟ.
Με τα δεδομένα αυτά εκπονήθηκαν δύο σχέδια.
Το πρώτο από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης με την επωνυμία Security and Defense Implementation Plan-SDIP.
Το δεύτερο από την Κομισιόν με την επωνυμία European Defense Action Plan-EDAP
Τα σχέδια αυτά δημιουργούν τον πρώτο ενιαίο ευρωπαϊκό αμυντικό Π/Υ, γνωστό ως EU Defense Fund. Το EDF αναμένεται να στηριχθεί οικονομικά με πόρους από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, στην οποία πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές. Η ενίσχυση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το EDF της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και της έρευνας και ανάπτυξης, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Απώτερος στόχος είναι η δημιουργία μίας ενιαίας αμυντικής αγοράς, γνωστής ως EDTIB
Όλα τα σχέδια αυτά θα τείνουν να ωθούν τα κράτη μέλη στη δημιουργία κοινών στρατιωτικών μονάδων βασισμένων στο εργαλείο της Μόνιμης Δομημένης Συνεργασίας, της Συνθήκης της Λισαβώνας.
Επίσης, τα σχέδια αυτά τείνουν να αναδείξουν τη διακριτότητα της στρατιωτικής παρουσίας της ΕΕ και στη σχετική αυτονόμηση των αποφάσεων από το ΝΑΤΟ.
Η αποδοχή από τη Γερμανία του 2% για αμυντικές δαπάνες, μέσα στα πλαίσια της γενικής συμφωνίας που υπάρχει στο ΝΑΤΟ, δεν έγινε μόνο λόγω των πιέσεων της νέας κυβέρνησης στις ΗΠΑ. Γίνεται με τη προοπτική να δημιουργηθεί ένας ευρωπαϊκός πυλώνας-κάποιας μορφής-μέσα στο ΝΑΤΟ, ως αντιστάθμισμα της αμερικανικής ηγεμονίας στη Συμμαχία. Σε αυτό αναφέρεται η δήλωση ης Μέρκελ κατά την πρώτη της συνάντηση με τον Τραμπ όταν αποδέχτηκε ότι η Γερμανία θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες στο 2,0% του ΑΕΠ αλλά συμπλήρωσε με νόημα ότι «υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το επιτύχουμε».

Σχόλια