Πόλεμος για τον «γαλάζιο χρυσό»

Ο τομέας ύδρευσης, από την εποχή του Adam Smith, θεωρείται μια εξαίρεση, σε σχέση με τη θεωρία του «αόρατου χεριού» και της  γενικής άποψης περί ανωτερότητας των ανταγωνιστικών υποδειγμάτων. Πολλές και διαφορετικές ήταν οι αιτίες που πιστοποιούσαν «την αποτυχία της αγοράς». Ήταν αδύνατον να υποστηριχθεί ότι αυτό το αγαθό μπορούσε να προμηθεύεται στην αγορά, μέσω των μηχανισμών της αγοράς. Συνέχεια Εδώ

Οι πρώτες προσπάθειες των ιδιωτών να πραγματοποιήσουν συστήματα διανομής του νερού σε κατοικίες σε αστικές περιοχές, πολύ γρήγορα επιβεβαίωσαν τα παραπάνω. Έδειξαν την οικονομική αδυναμία της ιδιωτικής επιχείρησης να αντέξει τα οικονομικά κόστη  αυτής της δραστηριότητας. Αυτό επιβεβαιώθηκε περισσότερο, όταν η διανομή χρειάστηκε να επεκταθεί σε όλη την επικράτεια.
Παρόλα αυτά, οι υπηρεσίες ύδρευσης, όπως και οι υπόλοιπες υπηρεσίες, έγιναν αντικείμενο μιας βαθιάς ανάλυσης με στόχο την κατανόηση της δυναμικής της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα. Σε αυτή την κατεύθυνση έσπρωξε τόσο το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, όσο και το πρακτικό ενδιαφέρον που στηριζόταν σε ιδεολογικές βάσεις, όπως στην περίπτωση των ιδιωτικοποιήσεων στην Αγγλία και στην Ουαλία.
Επίσης, σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γαλλικό υπόδειγμα, στο οποίο συνυπήρχαν ο δημόσιος και ό ιδιωτικός τομέας στη διαχείριση των υπηρεσιών ύδρευσης. Ακόμη, οδήγησε σε αυτή την κατεύθυνση η προσπάθεια να βρεθεί εναλλακτικός τρόπος χρηματοδότησης του τομέα. Κι αυτό, επειδή η χρηματοδότηση κάθε χρόνο γινόταν και πιο δύσκολη. Στηριζόταν στη δημόσια διαχείριση και σ’ ένα γενικό φόρο.
Μια ευρεία βιβλιογραφία δημιουργήθηκε τα τελευταία 25 χρόνια σε μια προσπάθεια εμβάθυνσης των προβλημάτων του τομέα. Από αυτές τις μελέτες επιβεβαιώθηκε η άποψη του Smith ότι ο τομέας της ύδρευσης δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το κράτος.

Φυσικό μονοπώλιο

Ό,τι και να συμβεί η παρουσία του δημοσίου είναι αναγκαία για τη διοίκηση ενός τομέα που αποτελεί εξαίρεση από τους άλλους. Τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι αυτά ενός (φυσικού) μονοπωλίου, που καθιστά προβληματική την παρουσία του ιδιωτικού τομέα.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι ο τομέας ύδρευσης δεν υπόκειται, εκτός από οριακές περιπτώσεις, σε καθεστώς ανταγωνισμού. Ακόμη δεν ομοιάζει με το υπόδειγμα third‐party access, που εφαρμόζεται στην περίπτωση άλλων υπηρεσιών (ηλεκτρισμού, φωταερίου).
Το κόστος των υποδομών για την ύδρευση είναι πολύ μεγάλο και  ομοιάζει ελάχιστα (εκτός πολύ ιδιαίτερων περιπτώσεων) με την κοινή χρήση των υποδομών εκ μέρους περισσότερων προμηθευτών.
Υπάρχουν περισσότερο πολύπλοκες απόψεις που αναφέρονται σε μορφές ανταγωνισμού, οι οποίες υποθέτουν τη δυνατότητα επίτευξης μιας κατάστασης second best (yardstick competition). Υπάρχουν μελετητές που υποστηρίζουν ότι η διαδικασία ανάθεσης -μέσω δημοπρασιών- της διαχείρισης των υπηρεσιών ύδρευσης, αποτελούν μια μορφή  ανταγωνισμού. Άλλοι όμως θεωρούν ότι είναι δύσκολο εκ των προτέρων να καθορισθούν  επακριβώς συγκεκριμένα σημεία οποιασδήποτε ανάθεσης.
Πρόσφατα, έχουν έλθει στο προσκήνιο υποδείγματα συνεργασίας δημοσίου-ιδιωτικού, προκειμένου να εξασφαλισθούν συγχρόνως πρώτον κίνητρα ανταγωνισμού, δεύτερον αποτελεσματικότητας (ιδιωτικός τομέας) και τρίτον περιορισμού του κινδύνου των επενδύσεων (δημόσιος τομέας).

Δυσβάσταχτες επενδύσεις

Η φύση των επενδύσεων στον τομέα ύδρευσης δημιουργεί τον μεγαλύτερο αποτρεπτικό παράγοντα για τον ιδιωτικό τομέα, διότι απαγορεύει επί της ουσίας την επανάκτηση του αρχικού επενδυμένου κεφαλαίου.
Το μήκος (η διάρκεια) του κύκλου των επενδύσεων καθιστά αναγκαίο η κανονιστική συμφωνία μεταξύ ιδιωτικής επιχείρησης και δημοσίου υποκειμένου να είναι σταθερή και εγγυημένη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό είναι δύσκολο για έναν πολιτικό οργανισμό να το κάνει. Σύμφωνα με μελέτες, στο 79% των περιπτώσεων πραγματοποιείται επαναδιαπραγμάτευση σε διάστημα 1,5 έτους.
Η παρουσία πολλαπλών πολιτικών «αρχών»-κριτηρίων, κανονισμών για το περιβάλλον, κανονισμών για την υγιεινή, ολοκληρωμένων σχεδιασμών για την περιοχή δράσης και πολλών ενδιάμεσων μορφών διακυβέρνησης οδηγούν στην ανάγκη ύπαρξης λύσεων με ελαστικότητα και αντιστρεψιμότητα.
Αν περιορισθούμε μόνο στον τομέα ύδρευσης για πόσιμο νερό, από την οπτική της λειτουργικής οργάνωσης, το δίκτυο ύδρευσης περιλαμβάνει τις εγκαταστάσεις παραγωγής, της μεταφοράς ή συλλογής και της διανομής. Όλα αυτά απαιτούν τεράστιες επενδύσεις παγίων κεφαλαίων. Στην πραγματικότητα τα σταθερά (πάγια) κόστη είναι πολύ μεγαλύτερα από τα μεταβλητά κόστη.
Σύμφωνα με μελέτη με βάση το σύστημα ύδρευσης Αγγλίας-Ουαλίας, τα σταθερά κόστη ανέρχονται στο 80% του συνολικού κόστους. Συνεπώς, τα έσοδα οδηγούνται στην κάλυψη των επενδύσεων στις υποδομές και η περίοδος απόσβεσης είναι πολύ μεγάλη. Στην Ιταλία είναι περίπου 27 έτη. Στην Αγγλία αντίστοιχα είναι 25 έτη.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των υποδομών δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για εναλλακτικούς σκοπούς. Για το λόγο αυτό η αξία των επενδύσεων αυτών είναι πολύ χαμηλή και είναι συνδεδεμένη με τη δημόσια χρήση. Επίσης, από τη στιγμή που θα λήξει το συμβόλαιο επανέρχονται στην ιδιοκτησία του δημοσίου.
Συνεπώς ο ιδιώτης επενδυτής θα πρέπει να καλύψει το κόστος επένδυσης εντός της περιόδου ισχύος του συμβολαίου. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς γιατί στον ιδιώτη υπάρχει ελάχιστη ροπή για επένδυση.

Η ανάμειξη του ιδιωτικού τομέα.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η οργάνωση του τομέα ύδρευσης με δίκτυο,  δεν μπορεί να γίνει διαμέσου της αγοράς. Παρουσιάζει υψηλά χαρακτηριστικά φυσικού μονοπωλίου. Ακόμη, η εμπειρική μελέτη, αποδεικνύει ότι η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα δεν είναι αναγκαία.
Στη μεγάλη πλειονότητα, η διαχείριση γίνεται από το δημόσιο τομέα. Στις περιπτώσεις που υπάρχει συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα αυτή πραγματοποιείται διαμέσου της άσκησης επιμέρους δραστηριοτήτων και όχι με την ολοκληρωτική προσφορά του αγαθού. Διάφορες μορφές έχουν λάβει χώρα σε αυτή την συνεργασία.
Η ιστορία μας διδάσκει ότι είναι πάντοτε οι δημόσιες επενδύσεις που δημιουργούν την ικανότητα ύπαρξης του τομέα.
Η δημιουργία των πρώτων σύγχρονων υπηρεσιών ύδρευσης, πραγματοποιείται το 1900, μέσω ιδιωτικών πρωτοβουλιών, μεταφέροντας το νερό στις κατοικίες. Φυσικά, μόνο ελάχιστες οικογένειες μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν. Η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού έπαιρνε το νερό από τις δημόσιες βρύσες.
Πολύ γρήγορα, όμως, η λειτουργία αυτή αποδείχτηκε μη συμφέρουσα οικονομικά. Η μεγέθυνση των πόλεων, οι ανάγκες υγιεινής και η ανάγκη μεταφοράς του νερού σε όλες τις περιοχές της πόλης απέτρεψε τους ιδιώτες επενδυτές να επενδύσουν.
Συνεπώς, σε όλο τον κόσμο, από τις ΗΠΑ έως την Ευρώπη, στο πέρασμα από το 1900 στο 2000 τα συστήματα ύδρευσης περνούν στο δημόσιο. Οι δημοτικές αρχές παίρνουν την ιδιοκτησία και αρχίζουν να λειτουργούν με βάση τη λογική της δημόσιας υπηρεσίας. Η χρηματοδότηση για την κάλυψη του συνολικού κόστους γίνεται με τη φορολόγηση και κατανέμεται στους χρήστες σύμφωνα με διάφορα κριτήρια.
Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι επειδή ο τομέας ύδρευσης χαρακτηρίζεται από υψηλότατη επενδυτική  πάγια δαπάνη, σπάνια τα λογιστικοποιημένα κόστη μεταφέρουν τα πραγματικά κόστη του κεφαλαίου. Πολύ απλά, τις περισσότερες φορές καλύπτονται τα λειτουργικά κόστη και το κόστος αναχρηματοδότησης των δανείων.
Από χρηματοοικονομικής απόψεως οι επενδύσεις αντιμετωπίζονται παντού με την χρήση μικτών εργαλείων δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοοικονομικής. Στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν κατά κόρον, την έκδοση δημοτικών χρεογράφων μεγάλης διάρκειας.
Στη Γερμανία υπερισχύει ο δανεισμός από τις τοπικές τράπεζες (Sparkassen), οι οποίες ελέγχονται από τους δήμους. Αναλόγως συμπεριφέρονται και στις υπόλοιπες χώρες, πάντοτε όμως εντός των πλαισίων της δημόσιας διαχείρισης.
Προς τα τέλη του 20ου αιώνα, το συγκεκριμένο υπόδειγμα παρουσίασε σημάδια κρίσης που μπορούν να αποδοθούν σε τουλάχιστον πέντε βασικές αιτίες:
  • Πρώτον, η ανάγκη αυξάνουσας τεχνικής εξειδίκευσης και συνολικής τεχνολογικής αντιμετώπισης της βιομηχανίας ύδρευσης. Δημιουργούνται συνεπώς αγοραίες δραστηριότητες για πολλές δράσεις στην αλυσίδα παραγωγής της αξίας των υπηρεσιών ύδρευσης.
  • Δεύτερον, η αύξηση του κόστους των παγίων. Αυξάνει η ανάγκη νέων επενδύσεων, λόγω της αύξησης της ζήτησης. Επομένως, αναζητούνται χρηματοδοτήσεις, των οποίων οι φορείς  να μην είναι άμεσα συνδεδεμένοι με το αντικείμενο της ύδρευσης.
  • Τρίτον, η κρίση των δημόσιων οικονομικών που τροφοδοτούνται από τη γενική φορολογία. Αυτό σημαίνει ανάγκη για όλο και μεγαλύτερη χρηματοδότηση από την αγορά κεφαλαίων. Εκδηλώνεται η στροφή να πληρώνουν οι χρήστες και η κάλυψη να μην γίνεται πλέον μέσω της γενικής φορολογίας, αλλάζει δραστικά τον τρόπο διαχείρισης. Ο διαχειριστής δεν θα πρέπει να είναι μόνο καλός χρηματοοικονομολόγος, αλλά θα πρέπει να έχει πρόσβαση και στην αγορά κεφαλαίων.
  • Τέταρτον, η ανάγκη να γίνεται η διαχείριση σε όλο και μεγαλύτερο χώρο δραστηριοτήτων, προκειμένου να γίνει καλύτερη εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακας. Το γεγονός αυτό σπάει το δεσμό μεταξύ δημοτικών αρχών και υπηρεσιών ύδρευσης, δημιουργώντας την ανάγκη νέων συνθηκών προφανώς με μεγαλύτερη πολυπλοκότητα.
  • Πέμπτον, η ανάπτυξη της πολιτικής του νερού δεν κυριαρχείται πλέον από τη θέση «να ικανοποιηθούν οι ανάγκες» αλλά είναι παράλληλα υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη της την προστασία των πόρων. Επίσης να τους κατανέμει όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά μεταξύ των διαφόρων ζητήσεων, λαμβάνοντας, βεβαίως, υπόψη τις κοινωνικές ανάγκες.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν αρκεί επομένως να υπογραμμίσουμε την αναγκαία παρουσία του δημοσίου στην παραγωγή των υπηρεσιών ύδρευσης, αλλά να κατανοήσουμε την ανάγκη να αντιμετωπισθούν οι νέες προκλήσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Η Συναίνεση της Ουάσιγκτον

Κατά έναν τραγικό τρόπο, αυτή η παγκόσμια έκκληση για δράση έρχεται σε μια εποχή που ηγεμονεύουν οι αρχές της λεγόμενης Συναίνεσης της Ουάσιγκτον. Πρόκειται για το οικονομικό μοντέλο που εδράζεται στην ιδέα ότι η φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς συνιστά τη μοναδική οικονομική επιλογή για όλο τον κόσμο.
Έθνη-κράτη που ανταγωνίζονται μεταξύ τους εγκαταλείπουν την προστασία των φυσικών τους πόρων και ιδιωτικοποιούν τα περιβαλλοντικά κτήματά τους. Όλα είναι πια προς πώληση. Ακόμα και οι τομείς της ζωής, όπως οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι φυσικοί πόροι, που κάποτε θεωρούνταν κοινό κτήμα της ανθρωπότητας.
Κυβερνήσεις από όλο τον κόσμο αποποιούνται τις ευθύνες τους για την προστασία των φυσικών πόρων στις χώρες τους, εκχωρώντας τον έλεγχό τους σε ιδιωτικές εταιρίες εκμετάλλευσης.
Έχοντας να αντιμετωπίσουν την έντονη κρίση γλυκού νερού, οι κυβερνήσεις και τα διεθνή ιδρύματα υποστηρίζουν μια λύση που συνάδει με τη Συναίνεση της Ουάσιγκτον: την ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίηση του νερού. Με μία φωνή ζητούν: Τιμολογείστε το νερό, βάλτε το προς πώληση και αφήστε την αγορά να καθορίσει το μέλλον του.

«Ανθρώπινη ανάγκη» όχι «ανθρώπινο δικαίωμα»

Κατ’ αυτούς, η συζήτηση έχει λήξει. Η Παγκόσμια Τράπεζα και τα Ηνωμένα Έθνη υποστηρίζουν ότι το νερό αποτελεί «ανθρώπινη ανάγκη» όχι «ανθρώπινο δικαίωμα». Αυτό δεν αποτελεί μια ασήμαντη γλωσσική λεπτομέρεια.
Η διαφορά ερμηνείας είναι καθοριστική. Οι ανθρώπινες ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ιδιαίτερα για όσους έχουν χρήματα. Κανείς δεν μπορεί να πουλήσει ένα ανθρώπινο δικαίωμα.
Έτσι ένας μικρός αριθμός υπερεθνικών εταιριών, υποστηριζόμενες από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, παίρνουν επιθετικά τον έλεγχο της διαχείρισης των υπηρεσιών δημοσίας ύδρευσης σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δραματική αύξηση της τιμής του νερού για τους κατοίκους. Έτσι βγάζουν κέρδος ιδιαίτερα από τις απελπισμένες προσπάθειες του Τρίτου Κόσμου να επιλυθεί η κρίση νερού.
Ορισμένοι είναι απροσδόκητα ειλικρινείς. Καυχιούνται ότι η μείωση των αποθεμάτων νερού έχει δημιουργήσει μια θαυμάσια επιχειρηματική ευκαιρία για τις πολυεθνικές εταιρίες ύδατος και τους επενδυτές τους. Η λογική τους είναι ξεκάθαρη: Το νερό θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν οποιοδήποτε άλλο εμπορεύσιμο προϊόν, με τις χρήσεις του να καθορίζονται από τις αρχές του κέρδους.
Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας γνώριζε πριν από τον περισσότερο κόσμο για την επερχόμενη κρίση νερού. Γι’ αυτό και επεδίωξε να εκμεταλλευτεί έναν πόρο που ο ίδιος βλέπει σαν «γαλάζιο χρυσό».
Σύμφωνα με το περιοδικό Fortune, τα ετήσια κέρδη της βιομηχανίας ύδατος ανέρχονται πια στο 40% των κερδών του πετρελαϊκού τομέα. Είναι ήδη σημαντικά υψηλότερα από εκείνα του φαρμακευτικού τομέα, αγγίζοντας το ένα τρισ. δολάρια.
Επί του παρόντος, ωστόσο, μόνο το 5% του νερού σε όλο τον κόσμο είναι στα χέρια ιδιωτών. Είναι ως εκ τούτου σαφές ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις του κλάδου προσβλέπουν σε τεράστια κέρδη, καθώς η κρίση νερού επιδεινώνεται.
Το 1999 η αμερικανική βιομηχανία ύδατος σημείωσε κέρδη πάνω από 15 δισ. δολάρια. Όλες οι μεγάλες εταιρίες νερού, άλλωστε, έχουν πλέον εισαχθεί στο χρηματιστήριο.

Ο έλεγχος του νερού

Τα τεράστια προγράμματα ύδρευσης ανέκαθεν λειτουργούσαν προς όφελος των ισχυρών και όχι των αδυνάμων. Ακόμα και όταν υλοποιήθηκαν από κυβερνήσεις και πληρώθηκαν από τα δημόσια ταμεία, κυρίως ωφελημένοι υπήρξαν οι κατασκευαστικές εταιρίες, οι βιομηχανίες και οι μεγάλοι καλλιεργητές.
Παρόλο που η ιδιωτικοποίηση και η παγκοσμιοποίηση συνοδεύονται από ρητορική που τονίζει τον περιορισμό του κρατικού ρόλου, αυτό που βλέπουμε είναι ότι το κράτος παρεμβαίνει ολοένα και περισσότερο. Παρεμβαίνει μέσα από πολιτικές, κανόνες, νόμους, επενδύσεις και τεχνολογία, ούτως ώστε να μεταβιβαστεί ο έλεγχος του νερού από τις κοινότητες και το δημόσιο σε εταιρείες.
Οι πολιτικές ιδιωτικοποίησης που επιβάλλονται δια της Παγκόσμιας Τράπεζας και οι κανόνες για την απελευθέρωση του εμπορίου που συζητούνται στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας Εμπορίου Υπηρεσιών (General Agreement on Trade in Services, GATS) είναι ρυθμίσεις που δημιουργούν εταιρικά κράτη: μέσω της ιδιωτικοποίησης πρωταρχικών υπηρεσιών, αφαιρούν ζωτικούς πόρους από τους ανθρώπους και τους παραδίδουν στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, με στόχο το κέρδος.

Η επαναφορά σε δημόσια διαχείριση

Σύμφωνα με τους κανόνες των διεθνών οργανισμών, τα αποτελέσματα της ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών ύδρευσης μπορούν πλέον να αποτιμηθούν. Τα σαφώς αρνητικά αποτελέσματα έχουν οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε μία στροφή.
Σειρά μεγάλων πόλεων σε όλο τον Πλανήτη, που είχαν ιδιωτικοποιήσει τις υπηρεσίες ύδρευσης, προχωρούν πλέον  σε επαναδημοτικοποίησή τους. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται: Παρίσι, Βερολίνο, Βουδαπέστη, Μπορντώ, Νίς, Στουτγάρδη και Νάπολι μετά από δημοψήφισμα των κατοίκων της το 2011.
Στις ΗΠΑ η Ατλάντα και το Χιούστον. Στην Κολομβία η πρωτεύουσα Μπογκοτά. Στην Αργεντινή, η Σάντα Φε, το Ροζάριο, η Μεντόσα και όλη η επαρχεία του Μπουένος Άιρες. Στην Αφρική το Κόνακρυ στη Γουϊνέα, η Καμπάλα στην Ουγκάντα, το Μπαμάκο στο Μάλι, η Μπανγκουί στη Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Στην Ασία η Κουάλα Λουμπούρ στη Μαλαισία 
και η Σαμαρκάνδη στο Ουζμπεκιστάν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο World Water Forum, σε 15 χρόνια 235 δήμοι σε 37 χώρες αποφάσισαν να επανέλθουν σε δημόσια διαχείριση των δικτύων πόσιμου νερού. Αντιπροσωπεύουν ένα συνολικό πληθυσμό 106 εκατομμυρίων.
Το μεγαλύτερο ποσοστό αναστροφής πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ και στη Γαλλία (έδρα των δύο μεγαλύτερων πολυεθνικών επιχειρήσεων). Στη Γραφική Παράσταση που ακολουθεί καταγράφεται το σύνολο των πόλεων που έχουν προχωρήσει στην επαναδημοτικοποίηση των υπηρεσιών ύδρευσης.
ΠΗΓΗ
 

Σχόλια