Οταν η κορυφαία Μπιενάλε Τέχνης της Βενετίας υποκλίνεται στον Αισχύλο!


Οταν η παρηκμασμένη Ευρώπη κρατά δολίως έξω Σύρους πρόσφυγες και μετανάστες και κρύβεται πίσω από την Ελλάδα... Οταν τα νησιά μας, η Χίος, η Σάμος, η Λέσβος, η Κως και η Λέρος, θυσιάζονται φιλοξενώντας αυτούς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες... 
Η κορυφαία Μπιενάλε Τέχνης της Βενετίας υποκλίνεται στον Αισχύλο. Οταν η χώρα μας, παρά την οικονομική, την προσφυγική, τη μεταναστευτική και εν γένει την ανθρωπιστική κρίση, υπερασπίζεται μόνη της το δικαίωμα στη ζωή του Ξένου, πώς, άραγε, προστατεύεται και προωθείται η ίδια η δημοκρατία στο εσωτερικό των εθνών-κρατών; Στο φόντο τέτοιων θεμελιωδών ερωτημάτων διακρίνουμε ήδη κοινωνικά ερείπια, έκρηξη της ανισότητας, άνοδο της Ακροδεξιάς, διαρκή εξασθένηση της δημοκρατίας και διαρκή παράκαμψη της λαϊκής βούλησης, βλέπουμε χώρες όπου η κρίση και η κατάσταση εξαίρεσης παγιώνονται, παίρνουν ενδημικά χαρακτηριστικά. Μια Ευρώπη στην οποία η ηγεμονεύουσα ελίτ προσκομίζει «πολιτικό εξευτελισμό ολόκληρων λαών», «καταστροφή ολόκληρων γενεών και περιοχών», όπως πικρά είπε ο αφοσιωμένος Ευρωπαίος φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας.

Ξένος, μετανάστης, πρόσφυγας... Πολύς θόρυβος γύρω από αυτές τις μορφές κοινωνικής υπόστασης. Θόρυβος ο οποίος καλύπτει μια ένοχη, εκκωφαντική σιωπή. Αυτή τη σιωπή διαρρηγνύει το έργο του εικαστικού και σκηνοθέτη Γιώργου Δρίβα, επιτρέποντας, μέσω της εργασίας της μορφικής αναζήτησης που επιτελεί, την επαναφορά ενός τεράστιου απωθημένου του ευρωπαϊκού πολιτισμού, επισημαίνει ένας σύγχρονος διανοητής, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο κ. Παναγιωτόπουλος είναι ο θεωρητικός της αφηγηματικής εγκατάστασης «Εργαστήριο Διλημμάτων» του κ. Δρίβα, που βασίζεται στην τραγωδία του Αισχύλου «Ικέτιδες».

Η Ελλάδα εκπροσωπείται με το έργο αυτό στη σημαντικότερη και παλαιότερη εικαστική εκδήλωση του κόσμου που πραγματοποιείται στη Βενετία, η οποία άνοιξε τις πύλες της το περασμένο Σάββατο. Μια αφήγηση η οποία επιχειρεί -με αφορμή το δίλημμα που η τραγωδία θέτει μεταξύ της σωτηρίας του Ξένου και της διατήρησης της όποιας ασφάλειας του Εγχώριου- να εκθέσει την αγωνία, την απορία και τη σύγχυση ατόμων και κοινωνικών ομάδων, όταν καλούνται να διαχειρισθούν παρόμοια διλήμματα. Πόσο έτοιμοι είμαστε να αποδεχθούμε στο πολιτικό και κοινωνικό μας σύστημα κάποιον που έξω από αυτό κινδυνεύει με αφανισμό; Και μέχρι πού θα φθάναμε για να τον διασώσουμε;

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος υπογραμμίζει ότι, σε μια εποχή που, όπως έλεγε ο Αισχύλος, «για τους πρόσφυγες με τρόμο / προμαντεύω ενάντιες μπόρες, / σκληρούς πόνους κι αιματόβρεχτους πολέμους», το έργο του Γιώργου Δρίβα δεν τονίζει μόνο την αναγκαιότητα να επανεξεταστεί το ζήτημα της κοινωνικής θέσης του Ξένου μέσα στις σύγχρονες δημοκρατίες, να κατανοηθούν τα φυσικά και ηθικά μαρτύρια που υφίστανται οι σημερινοί ικέτες, αυτοί που με έναν τρόπο αναπαριστούν αυτό που ο Χάιντεγκερ ονόμαζε «δυνατότητα της αδυνατότητας».
Η αναφορά στην τραγωδία του Αισχύλου «Ικέτιδες» θέτει, εξ αντικειμένου, και το ζήτημα των όρων για τη δυνατότητα συνοχής της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του μέλλοντός της.

Η σημερινή Ελλάδα, όπως το αρχαίο Αργος, στο οποίο οι Δαναΐδες Ικέτιδες παρουσιάζονται μετέωρες, πρόσφυγες που ζητούν άσυλο και εξαρτώνται από το περί δικαίου αίσθημα των πολιτών και του βασιλιά του Αργους, είναι μεταξύ αυτών των χωρών που καλούνται να διαχειριστούν ένα πρόβλημα για τη δημιουργία του οποίου δεν ευθύνονται. Και ο ρόλος του Πιλάτου, που φαίνεται να υιοθετούν τα κυρίαρχα ευρωπαϊκά κράτη σε σχέση με το σύγχρονο προσφυγικό ζήτημα που πλήττει την Ευρωπαϊκή Ενωση, καταδεικνύει άλλη μία φορά την απουσία αλληλεγγύης και συνοχής στο εσωτερικό της.

  • Πράγματι, από το Εργαστήριο διλημμάτων, από αυτό το καφκικό σύμπαν, όπου το υπέρτατο διακύβευμα της ζωής και του θανάτου του «ξένου σώματος» τίθεται, υπό όρους μιας πολύ έντονης ανασφάλειας, από μια εξουσία ικανή να είναι απόλυτη, αναδύεται ένα βαθυστόχαστο ερώτημα που απευθύνεται στον δυτικό ψευδοοικουμενισμό, σε αυτό που ο Πιέρ Μπουρντιέ ονόμαζε «ιμπεριαλισμό του οικουμενικού» -η αντίσταση στον οποίο αποτέλεσε πολλές φορές απλώς τη μάσκα μιας επιστροφής στη σκοταδιστική βία- και του οποίου η Ευρώπη υπήρξε η κατεξοχήν ενσάρκωση: αυτή η «ανορθολογική» κατάσταση, όπως χαρακτηρίζεται συχνά το προσφυγικό ζήτημα σήμερα, δεν είναι εν μέρει το «προϊόν» του δικού μας ορθολογισμού, ενός ορθολογισμού ιμπεριαλιστικού, δεσποτικού και κατακτητικού ή συμβιβαστικού, προστατευτικού και κατασταλτικού, ανάλογα με τους τόπους και τις εποχές;
  • Η αμηχανία, η ανεπάρκεια, η βιαιότητα, οι αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τις σημερινές διαδικασίες κατανόησης και διαχείρισης αυτού δε του «προϊόντος» προδίδουν το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο οικουμενισμός δεν ήταν και δεν είναι τελικά παρά ένας εθνικισμός, ο οποίος, προκειμένου να επιβληθεί, επικαλείται το οικουμενικό, όπως, λ.χ., τα δικαιώματα του ανθρώπου; Η δομική συλλογική υποκρισία την οποία ενδύονται σήμερα οι λόγοι περί του Ξένου και η απλή αντιστροφή αιτίων (αποικιοκρατισμός και νεοαποικιοκρατισμός, το νέο καθεστώς του παγκόσμιου οικονομικού πεδίου και η παγκοσμιοποίηση των χρηματαγορών, οι νέες μορφές διεθνών σχέσεων κυριαρχίας και ο δυτικός στρατιωτικός παρεμβατισμός...) και αιτιατών, μέσω της οποίας οδηγούμαστε συχνά στο «να κατηγορούμε το θύμα», καταλογίζοντας στη «φύση» του την ευθύνη για τα δεινά που υφίσταται, οδηγεί στην εξής προφανή απόδειξη: Ο σημερινός κυρίαρχος αφηρημένος οικουμενισμός, μέσω του οποίου διαχειριζόμαστε τη θέση και το μέλλον του Ξένου, συμβάλλει στη νομιμοποίηση της κατεστημένης τάξης, της ισχύουσας κατανομής εξουσιών και προνομίων, στην αναπαραγωγή της παραγνώρισης του ιστορικού χαρακτήρα της ύπαρξης του Ξένου, στη διαιώνιση της παράβλεψης των διακριτικών ιδιοτήτων του ως απόρροια μιας συλλογικής και ατομικής ιστορίας που σφραγίζεται από μια σχέση κυριαρχίας μεταξύ κρατών.
  • Επιχειρώντας να αναδείξει όλες τις διαστάσεις της ύπαρξης του ξένου σώματος, όπως θα έλεγε ο Πιέρ Μπουρντιέ, αυτού του άτοπου, του εκτοπισμένου και του αταξινόμητου, αυτού που δεν είναι ούτε εκεί που θέλει, ούτε εκεί που αναγκάζεται να θέλει, ούτε ακριβώς μαζί με τους Ομοίους, ούτε με τους Αλλους, αυτού που είναι απών-«παρών» στον τόπο καταγωγής και παρών-«απών» στον τόπο υποδοχής, αυτού που βρίσκεται σε εκείνο το «νόθο» σημείο για το οποίο κάνει λόγο ο Πλάτωνας, στο σύνορο ανάμεσα στο κοινωνικό είναι και το μη είναι, στη θέση του εκτοπισμένου με την έννοια του παράταιρου, του μη αποδεκτού και του απόπεμπτου.
Οι συγκρούσεις στο εσωτερικό της αναφορικά με το μείζον ζήτημα της απόφασης για το μέλλον του «ξένου σώματος» και τον τρόπο διαχείρισής του καταδεικνύουν πως η Ευρωπαϊκή Ενωση κινδυνεύει όχι μόνο να πάψει να είναι ευρωπαϊκή, αλλά και να αυτοκαταργηθεί, όσο χτίζεται πάνω σε συσχετισμούς δυνάμεων και απομακρύνεται όλο και περισσότερο από ό,τι πιο ευρωπαϊκό υπάρχει μέσα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, δηλαδή από τον κριτικό, δημιουργικό και ουτοπικό του χαρακτήρα. Και πως, μόνο αν διατηρήσει, μεταξύ άλλων, τον κοσμοπολιτισμό του αιώνα του Διαφωτισμού, τον αυστηρό ορθολογισμό των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, τη φιλοδοξία χειραφέτησης των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα και αν, την ίδια στιγμή, απαλλαγεί από τον δογματισμό και τον φαταλισμό του 20ού αιώνα, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θα προσφέρει στις ευρωπαϊκές κοινωνίες τη δυνατότητα να επιβάλουν οριστικά τόσο στο οικουμενικό να ορίζεται την ίδια τη στιγμή της αμφισβήτησής του, σύμφωνα με την Τζούντιθ Μπάτλερ, όσο και στον δημοκρατικό διάλογο να διενεργείται στη βάση του «a priori Αλλου», όπως θα έλεγε ο Ζιλ Ντελέζ.


Σχόλια