Η ελληνική μεταποίηση σε στενωπό

του Κώστα Μελά  –

Η ελληνική μεταποίηση βρίσκεται σε δύσκολη θέση πρωταρχικά επειδή η χρησιμοποιούμενη τεχνολογία ανήκει σε αυτό που θα ονομάζαμε μέση τεχνολογία. Αυτό στις σημερινές συνθήκες σημαίνει ότι απέχει πολύ από τις προηγμένες τεχνολογίες που χρησιμοποιούν οι αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, αλλά και ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες σε επιλεγμένους τομείς. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ


Παράλληλα, δέχεται σοβαρές πιέσεις από τις αναδυόμενες οικονομίες που πλέον έχουν ενσωματώσει σε σημαντικό βαθμό τεχνολογίες μέσου επιπέδου. Λόγω, όμως, του χαμηλότερου εργασιακού κόστους αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία της Γραφικής παράστασης.


Πιέσεις που δεν μπορεί να αντέξει

Η ελληνική μεταποίηση δέχεται πιέσεις και από το θεσμικό περιβάλλον του ευρωπαϊκού πλαισίου. Οι περιορισμοί που αυτό επιβάλλει φαίνεται ότι δεν έχουν συνειδητοποιηθεί από τις κυβερνήσεις.

Η Ελλάδα διατρέχει κίνδυνο από την εδραίωση ανταγωνιστικών συνθηκών στις αγορές, την ίδια στιγμή που το εγχώριο επιχειρηματικό περιβάλλον παραμένει εχθρικό είτε λόγω ρυθμιστικών αστοχιών του κράτους, είτε λόγω του ότι η Ελλάδα θεωρείται χώρα υψηλού ρίσκου, είτε λόγω υψηλού κόστους χρηματοδότησης.

Ο κίνδυνος είναι η Ελλάδα να χάσει την παραγωγική βάση που της απομένει, καθώς τα εμπορεύσιμα προϊόντα πλέον θα εισάγονται, υποκαθιστώντας τα μη ανταγωνιστικά εγχώρια παραγόμενα προϊόντα. Όμως, η παραγωγική –κυρίως μεταποιητική– βάση είναι ο πυρήνας της μηχανής που μπορεί διαχρονικά να εξασφαλίσει την προσέγγιση του επιπέδου διαβίωσης των ανεπτυγμένων χωρών, καθώς και την ποιοτική απασχόληση.

Οι ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις έχουν εκτεθεί στην πίεση του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού. χωρίς να μπορούν να ανταποκριθούν στοιχειωδώς ακόμη και σε όσα κίνητρα αυτός δίνει για βελτίωση των προϊόντων και των παραγωγικών υπηρεσιών.

Η εικόνα του κλάδου

Τώρα τα βασικά χαρακτηριστικά της κεφαλαιακής συσσώρευσης την περίοδο 1993-2016 είναι τα ακόλουθα.

Η επενδυτική δραστηριότητα σημείωσε ικανοποιητική εξέλιξη την περίοδο 1995-2007 (1995: 22 δις ευρώ, 2007: 60,5 δις ευρώ). Από το 2008 αρχίζει η σταδιακή μείωση (57,6 δις ευρώ). Επέρχεται η κατάρρευση στη συνέχεια.
Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου (σε τρέχουσες τιμές)

Έτος       Δισ. ευρώ
  • 2007       60,5
  • 2010       39,7
  • 2013       21,9
  • 2016       18,5
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

Οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις)2 συρρικνώθηκαν σημαντικά την τελευταία δεκαετία από 21% του ΑΕΠ το 2006 σε 7% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές. Το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης αυτής οφείλεται σε συρρίκνωση των επενδύσεων των νοικοκυριών (από 14% του ΑΕΠ το 2006 σε 2% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές), κυρίως για κατοικίες. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις παρουσίασαν μικρή μείωση, από 7% του ΑΕΠ το 2006 σε 5% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές, παραμένοντας ωστόσο σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα, αν ληφθεί υπόψη η τρομακτική μείωση του ΑΕΠ τη συγκεκριμένη περίοδο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2016 οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στη ζώνη του ευρώ αντιστοιχούσαν σε 12% του ονομαστικού ΑΕΠ.
Παράλληλα, την τελευταία δεκαετία η συνολική χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα συρρικνώθηκε ραγδαία από 34% του ΑΕΠ το 2006 σε 2% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές. Η μεγάλη αυτή μείωση προήλθε τόσο από τον περιορισμό της “εσωτερικής χρηματοδότησης” του ιδιωτικού τομέα από ιδίους πόρους (ακαθάριστη αποταμίευση) όσο και από την κατάρρευση της “εξωτερικής χρηματοδότησής” του από την εγχώρια χρηματοπιστωτική αγορά. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η μείωση της χρηματοδότησης με τη μορφή δανείων, κυρίως από τα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα, με την πιστωτική επέκταση να παρουσιάζει αρνητικό ρυθμό από το 2010.
Ο προσανατολισμός των επενδύσεων δεν οδήγησε σε αποφασιστική αναδιάρθρωση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας. Σημαντικό τμήμα των πόρων κεφαλαίου κατευθύνθηκαν και δεσμεύτηκαν στον τομέα της κατοικίας (2007: 27 δις ευρώ ).
Σημαντικό τμήμα του παραγωγικού δυναμικού της μεταποίησης βρίσκεται σε στενή εξάρτηση από την οικοδομική δραστηριότητα (χαλυβουργία, επιπλοποιία, μη μεταλλικά ορυκτά, ηλεκτρικά είδη, μεταλλικά προϊόντα κτλ). Ο συμπληρωματικός χαρακτήρας αυτής της διαδικασίας εμποδίζει σημαντικά μια πολιτική αυτονόμησης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων από την οικοδομή.
Οι βιομηχανικές επενδύσεις στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό στην εισαγωγή ξένης τεχνολογίας και ημικατεργασμένων. η εισαγωγική διείσδυση, δηλαδή το μερίδιο των εισαγωγών μεταποιητικών προϊόντων στην εγχώρια αγορά, όπως αυτή αντανακλάται στο μέγεθος της φαινόμενης κατανάλωσης, ενισχύθηκε ελαφρά έναντι της περιόδου (2000-2009) που προηγήθηκε της κρίσης.

Η αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης οφείλεται στο γεγονός ότι οι εισαγωγές, κυρίως μη διαρκών καταναλωτικών αγαθών και ενδιάμεσων προϊόντων, μειώθηκαν με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι η φαινόμενη κατανάλωση (Την περίοδο 2010-2016 η φαινόμενη κατανάλωση και οι εισαγωγές κατέγραψαν μείωση με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,5% και 2,5% αντίστοιχα). Η εισαγωγική διείσδυση στο σύνολο της μεταποίησης κέρδισε σχεδόν τρεις μονάδες, ενώ μόνο σε δύο κατηγορίες κλάδων σημειώθηκε οριακή υποχώρηση. Σημειώνεται ότι κλάδοι που ενίσχυσαν την εξαγωγική τους επίδοση κατέγραψαν ταυτόχρονα και σημαντική άνοδο της εισαγωγικής διείσδυσης των σχετικών προϊόντων, όπως αυτοί των καυσίμων, των φαρμακευτικών, των χημικών και της κλωστοϋφαντουργίας, γεγονός που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την αύξηση των εισαγωγών ενδιάμεσων αγαθών που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις στην παραγωγή του τελικού τους προϊόντος. Ελαφρώς διαφοροποιημένη εικόνα δίνει η σύγκριση της υποπεριόδου 2015-2016 με την περίοδο 2010-2014, με τη συνολική εισαγωγική διείσδυση στη μεταποίηση να υποχωρεί κατά 3 περίπου ποσοστιαίες μονάδες, κυρίως λόγω της επιβολής των κεφαλαιακών περιορισμών και της μείωσης των τιμών του πετρελαίου. Τέλος, σημειώνεται ότι η προσαρμογή των βιομηχανικών επιχειρήσεων στα νέα δεδομένα που δημιούργησε η κρίση επέτεινε την εξαγωγική προσπάθεια, αλλά δεν οδήγησε σε υποκατάσταση των εισαγωγών από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα. Η εξάρτηση σημαντικών κλάδων της μεταποίησης από εισαγόμενες πρώτες ύλες και ενδιάμεσα αγαθά, όπως για παράδειγμα στα καύσιμα, στα φαρμακευτικά ή στον ηλεκτρονικό και ηλεκτρολογικό εξοπλισμό, καθώς και οι καταναλωτικές συνήθειες, ιδιαίτερα στην ένδυση και την υπόδηση, δυσχεραίνουν ενδεχομένως μια τέτοια εξέλιξη. (Τράπεζα της Ελλάδος, Ετήσια Έκθεση για το 2016, Φεβρουάριος 2017.σ 128).
Εμβάθυνε ο ευρωπαϊκός καταμερισμός εργασίας , σύμφωνα με τον οποίο οι βιομηχανικές ευρωπαϊκές χώρες ενισχύουν μέσω των δραστηριοτήτων των πολυεθνικών τους τη θέση τους ως κέντρων προσφοράς κεφαλαιουχικών αγαθών , ενδιάμεσων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, know-how, και λοιπών στοιχείων τεχνολογίας αιχμής.
Παράλληλα η δραστηριότητα των πολυεθνικών στην χώρα ήταν στραμμένη στο εσωτερικό.
Η ενσωμάτωση των  δραστηριοτήτων  των πολυεθνικών επιχειρήσεων στο εγχώριο παραγωγικό δυναμικό ήταν και είναι περιορισμένη.
ΠΗΓΗ
====================
Η διπλή παγίδα για την ελληνική μεταποίηση

Του Κώστα Μελά  – 

Η ένταξη μας σε μια αγορά όπως η ευρωπαϊκή (υψηλής τεχνολογίας) χωρίς να έχουν απομακρυνθεί οι αιτίες που προκαλούν αδυναμία στον εγχώριο μεταποιητικό τομέα να τις ανταγωνιστεί και οι οποίες εμφανίζονται ως υψηλό κόστος λειτουργίας και χαμηλής ενσωμάτωσης τεχνολογίας, απλά θα καταστήσει τις ελληνικές επιχειρήσεις μη βιώσιμες, καθώς φτηνές εισαγωγές που δεν έχουν ενσωματωμένο το επιπλέον κόστος θα είναι εύκολα προσβάσιμες στους καταναλωτές.

Αντίστοιχα, η επιδιωκόμενη υποκατάσταση της ακριβής εγχώριας παραγωγής από φτηνές εισαγωγές και το προσδοκώμενο όφελος για τους Έλληνες καταναλωτές θα αποδειχθεί μάλλον μικρής σημασίας, καθώς η μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, ως βασική συνέπεια της επακόλουθης μείωσης ή και διακοπής παραγωγικής δραστηριότητας, απόλυσης προσωπικού και μείωσης αποδοχών ειδικά στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών (δηλαδή, κυρίως τη μεταποίηση), θα υπερκαλύψει την οποιαδήποτε μείωση τιμών.
Δηλαδή, η έκθεση των ελληνικών παραγωγικών επιχειρήσεων στην πίεση του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, χωρίς να μπορούν να ανταποκριθούν στα κίνητρα που αυτός δίνει για βελτίωση των προϊόντων και παραγωγικών υπηρεσιών αποτελεί μεγάλο κίνδυνο.

Απώλεια παραγωγικής βάσης

Με απλά λόγια ο κίνδυνος που διατρέχει η χώρα από την εδραίωση ανταγωνιστικών συνθηκών στις αγορές την ίδια στιγμή που το επιχειρηματικό περιβάλλον παραμένει εχθρικό, είτε λόγω ρυθμιστικών αστοχιών του κράτους είτε λόγω υψηλού ρίσκου χώρας και κόστους χρηματοδότησης, θα έχει το ακόλουθο αποτέλεσμα: Η χώρα θα χάσει την παραγωγική βάση που της απομένει, καθώς τα εμπορεύσιμα προϊόντα πλέον θα εισάγονται, υποκαθιστώντας τα μη ανταγωνιστικά εγχώρια παραγόμενα προϊόντα.
Όμως η παραγωγική αυτή, κυρίως μεταποιητική, βάση είναι και ο πυρήνας της μηχανής που μπορεί διαχρονικά να εξασφαλίσει την προσέγγιση του επιπέδου διαβίωσης των ανεπτυγμένων χωρών, καθώς και την ποιοτική απασχόληση.
Αλλά ακόμα και τα προϊόντα που δεν είναι αποτέλεσμα μεταποίησης, όπως οι πρώτες ύλες ή τα αγροτικά προϊόντα, απαιτούν συχνά σαν εισροή προϊόντα μεταποίησης. Συνεπώς, η γενίκευση της προαναφερόμενης ανάλυσης, στην ανάγκη ύπαρξης μιας επαρκώς διαφοροποιημένης και υγιούς μεταποιητικής βάσης είναι εύλογη και ορθή. Η παραγωγή προϊόντων (η δημιουργία πραγμάτων) παραμένει αναπόσπαστη προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός υγιούς παραγωγικού οικοσυστήματος.

Ακριβότερα και χειρότερα προϊόντα

Είναι εύκολο να καταγραφεί, στην ελληνική οικονομία, το ποσοστό στο οποίο διάφοροι κλάδοι χρησιμοποιούσαν προϊόντα μεταποίησης σαν εισροές. Σε σύγκριση με την ΕΕ-17 τα ποσοστά αυτά είναι σημαντικά μικρότερα δείχνοντας μια πραγματικότητα αρκετά οδυνηρή για την Ελλάδα. Σχεδόν στο σύνολο των κλάδων της ελληνικής οικονομίας τα προϊόντα μεταποίησης που χρησιμοποιούνται ως εισροές είναι πολύ μικρότερα.
Αναφέρουμε ως ενδεικτικό παράδειγμα τη σταδιακή διακοπή της παραγωγής ενδιάμεσων προϊόντων πρώτου επιπέδου μεταποίησης της αγροτικής παραγωγής, παρά την καταρχήν εξαιρετική ποιότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Οι λόγοι αυτής της εξέλιξης δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Χρειάζεται αρκετή προσπάθεια για να καταλήξουμε σε στερεά συμπεράσματα.
Όμως αποτελεί αδιάψευστο γεγονός ότι οι μονάδες πρώτης μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων έχουν σταδιακά κλείσει τις τελευταίες δεκαετίες και η ελληνική βιομηχανία τροφίμων εισάγει πλέον από το εξωτερικό χειρότερης ποιότητας και πολύ ακριβότερες εισροές που είναι προϊόντα πρώτης μεταποίησης.

Να μην χαθεί η τεχνογνωσία

Πρέπει να κατανοήσουμε ότι οποιοδήποτε σχέδιο ενίσχυσης της ανάπτυξης της χώρας θα πρέπει να περιλαμβάνει και την προοπτική σημαντικής ενίσχυσης της μεταποιητικής βάσης της χώρας, όχι μόνο σαν ποσοστό του ΑΕΠ αλλά κυρίως σαν ποικιλία δραστηριοτήτων.
Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η ανάδειξη των ήδη υπαρχόντων παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας οι οποίες εντοπίζονται στη μηχανουργία, τα χημικά και τα φάρμακα και την αναζήτηση εκείνων των πολιτικών που θα επιτρέψουν την αξιοποίηση αυτών των ευκαιριών.
Ειδικά για τη μηχανουργία, «την επιστημονική μαστοράντζα» πρέπει να ενσκήψουμε με μεγάλη προσοχή διότι αποτελεί έναν τεράστιο ενδογενή πλούτο, μοναδικό στο είδος του, ο οποίος παραμένει ανεκμετάλλευτος και επιπλέον κινδυνεύει να μην αναπαραχθεί στις νέες γενιές.
Μια επιτέλους σοβαρή ματιά στη μεταποίηση χρειάζεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αυτή τη δύσκολη περίοδο που περνά η χώρα μας. Δυστυχώς οι εξελίξεις που έχουν αρχίσει να διαφαίνονται στον τομέα της μεταποίησης δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές. Η πλήρης υποταγή των Ελληνικών κυβερνήσεων στις αποφάσεις των ξένων δανειστών αφενός και η πλήρης αδυναμία να χαραχθεί ένα πλαίσιο κατεύθυνσης της ελληνικής μεταποίησης , αφετέρου, δεν επιτρέπει αισιοδοξία για το μέλλον.

Σχόλια