Το ναυάγιο των σοσιαλφιλελεύθερων

του Μένιου Τασιόπουλου –

Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των παραταξιακών εκλογών στην Κεντροαριστερά σχεδόν προεξοφλεί το αποτέλεσμα και του δεύτερου. Η σχετικά μεγάλη συμμετοχή δείχνει ότι η εκλογική βάση της Κεντροαριστεράς, που δεν έχει μεταναστεύσει τόσο προς τα αριστερά όσο και προς τα δεξιά, ουσιαστικά είναι οι ψηφοφόροι που έχουν παραμείνει στο ΠΑΣΟΚ. Ελάχιστα είναι τα παραπάνω. Συνέχεια εδώ

Οι άλλες ερμηνείες αποδείχθηκαν λάθος. Οι πάνω από 200.000 πολίτες που πήγαν στις κάλπες επέλεξαν με μεγάλη διαφορά για τον τελικό ουσιαστικά δύο γενιές ΠΑΣΟΚ: την κ. Γεννήματα και τον κ. Ανδρουλάκη. Η “νεοταξική” προσέγγιση που υπηρετήθηκε από τις υποψηφιότητες των κ.κ. Καμίνη και Θεοδωράκη δεν έπεισαν και γι’ αυτό δεν βρήκαν σημαντική ανταπόκριση.
Το ίδιο ισχύει και για τις υποψηφιότητες πρώην υπουργών του ΠΑΣΟΚ, όπως αυτές των κ.κ. Μανιάτη και Ραγκούση. Πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι και τα νέα πρόσωπα που διεκδίκησαν την προεδρία του νέου φορέα δεν είχαν καμία τύχη. Ευτελή τα ποσοστά του κ. Γάτσιου, του κ. Πόντα και του κ. Τζιώτη.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η παραπλανητική φιλολογία τελείωσε. Οι ψηφοφόροι που ενδιαφέρονται για το νέο φορέα της Κεντροαριστεράς όχι μόνον προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, αλλά κυρίως δεν ενδιαφέρονται για άλλα πρόσωπα εκτός ΠΑΣΟΚ. Σε λίγο θα τεθεί το ζήτημα του νέου φορέα. Πόσο διαφορετικό θα είναι το κόμμα της κ. Γεννηματά που λογικά θα επικρατήσει του κ. Ανδρουλάκη; Όχι πολύ διαφορετικό από αυτό που είναι σήμερα.

Η σοσιαλφιλελεύθερη απόπειρα

Οι παραταξιακές εκλογές, ωστόσο, δεν ήταν χωρίς ουσία. Τελειώνει –τουλάχιστον για τους ρεαλιστές– το εγχείρημα των σοσιαλφιλελευθέρων. Αυτό δεν ενδιέφερε μόνο τους πολιτικούς εκφραστές του, τον κ. Καμίνη και τον κ. Θεοδωράκη. Ούτε μόνο τον εξέχοντα καθηγητή κ. Αλιβιζάτο. Ενδιέφερε και τον “μάγιστρο” του “εκσυγχρονισμού” πρώην πρωθυπουργό κ. Σημίτη, όπως επίσης και την ηγεσία της Κεντροδεξιάς.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι το Ποτάμι ουσιαστικά αποτελεί παρελθόν. Η Κεντροαριστερά είναι ΠΑΣΟΚ. Όπως η Κεντροδεξιά είναι ΝΔ. Στον ενδιάμεσο χώρο θα παραμείνει ουσιαστικά το ΠΑΣΟΚ, όπως και αν μετονομασθεί. Τα άλλα κομματικά σχήματα στον ενδιάμεσο χώρο του Κέντρου θα εξαφανισθούν και τα στελέχη τους θα απορροφηθούν ένθεν και ένθεν.
Το κομβικό σημείο σ’ όλα αυτά είναι ότι η Κεντροαριστερά πλέον δυνάμει λογίζεται πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ παρά στη ΝΔ. Κι αυτό, παρά το όχι φιλικό κλίμα που επικρατεί σήμερα στις μεταξύ τους σχέσεις. Το μειονέκτημα της ΝΔ είναι ότι δεν διαθέτει κάποιο δυνάμει συμμαχικό κόμμα δεξιά της. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα είναι υποχρεωμένη να δώσει πολλά και μεγάλα πολιτικά ανταλλάγματα για να προσελκύσει το μετεξελιγμένο ΠΑΣΟΚ, εάν και εφόσον κερδίσει τις επόμενες εκλογές.
====================

Κενολογία «κεντροαριστερή»

Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς

Ο​​ι προσπάθειες, επίμονα και θορυβώδικα δημοσιοποιημένες, να συγκροτηθεί ενιαίο κόμμα «Κεντροαριστεράς», είναι θέμα που δεν αφορά αποκλειστικά τους επαγγελματίες της πολιτικής. Είναι κοινωνικό σύμπτωμα με ευρύτερο ενδιαφέρον και απαιτεί ψύχραιμη ανάλυση. Μια επιφυλλίδα μόνο νύξεις σχολιασμού μπορεί να αποτολμήσει και μόνο ως αφορμή προβληματισμού.
Αρχικά προβλήθηκε σαν επιτακτική ανάγκη να συνεργαστούν κάποια φθίνοντα κόμματα ή αποφύσεις κομμάτων με κοινές, υποτίθεται, ιδεολογικές «πεποιθήσεις», δημιουργώντας ενιαίο πολιτικό φορέα. Ανάγκη, κυρίως, να υπάρξει ένας τρίτος, ισχυρός πολιτικός σχηματισμός, που να αποτρέπει την πόλωση της «δεξιάς» Ν.Δ. και του «αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ. 

Δεν ξεμύτισε καν η ένσταση: για ποια «πόλωση» μιλάμε, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ συγκυβερνάει με τους δεξιότατους ΑΝΕΛ, παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από τη συγκυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου! Και όταν η οποιαδήποτε κυβέρνηση απλώς εκτελεί πειθήνια τις ανυπότακτες σε κάθε έννοια Δικαίου επιταγές των «Μνημονίων», κάτω από τη στυγνή επιτροπεία της «Τρόικας».
Ευτυχώς έγινε αμέσως φανερό ότι πρόκειται μόνο για απεγνωσμένη απόπειρα διάσωσης από την πολιτική εξαφάνιση σχηματισμών με μονοψήφιο ποσοστό στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Ειδικά η εσπευσμένη επιμονή των δύο «διασημότερων» από τους συμπαίκτες να διατηρήσουν την αυτοτέλεια της κοινοβουλευτικής τους εκπροσώπησης και μετά την προσχώρηση στο καινούργιο κόμμα, έδειξε καθαρά ότι προέχει η απόλαυση της εξουσιαστικής ισχύος – η ιδεολογία «παίζει» μόνο ως πρόσχημα.
Δεν μπορούσε να είναι και διαφορετικά. Η ίδια η λέξη «Κεντροαριστερά» είναι κενή από κάθε πολιτικό περιεχόμενο, «ένα άδειο πουκάμισο», χρησιμοποιείται η λέξη για να στοιχειοθετήσει, εξ υφαρπαγής, σαν πολιτικά υπαρκτό το πολιτικό τίποτα. Να δηλώσουν όσοι ενδύονται αυτή τη λεοντή ότι, «είμαστε μεν Αριστερά και εμείς, αλλά όχι κολλημένοι στη μαρξιστική ορθοδοξία, είμαστε η Αριστερά, του Κέντρου, δηλαδή ούτε Αριστερά ούτε Δεξιά, όμως περισσότερο προς την Αριστερά και λιγότερο προς τη Δεξιά, ισορροπιστές του αόριστου και του φαντασιώδους – δεν έχουμε δική μας ταυτότητα, παλεύουμε για μια συνταγή που θα μας προσδώσει πολιτική ετερότητα συρράπτοντας δάνεια με τη μοδιστρική των εξισορροπήσεων και των συμβιβασμών».
Αυτά όλα σημαίνουν ότι και μόνο η ονομασία «Κεντροαριστερά» αποκλείει τη σοβαρότητα, μυρίζει τέχνασμα, επομένως αφήνει παγερά αδιάφορο τον ευφυή και με επαρκή αυτοσεβασμό πολίτη. Δεν δηλώνει πολιτική ταυτότητα η λέξη, το καινούργιο κόμμα θα μπορούσε άνετα να ονομάζεται «Δέντρο» ή «Ποτάμι» ή «Κουτάλι» ή «Πολιτική Ανοιξη» ή «Συναγερμός» – οτιδήποτε θεωρήσουν ελκυστικό και εύηχο οι διαφημιστές απορρυπαντικών ή οδοντόκρεμας.
Επιπλέον βαραίνει πολύ και το ιστορικό φορτίο που κομίζουν τα ρετάλια της «Κεντροαριστεράς»: Ο σημαντικότερος εταίρος στην επιχειρούμενη συγκόλληση είναι το ΠΑΣΟΚ, κόμμα που απέδειξε στην πράξη, πόσο αδιάντροπα αναξιόπιστη μπορεί να είναι η κομματική συνθηματολογία. Ανετα μπορείς να αυτοτιτλοφορείσαι «σοσιαλιστής», και να ασκείς πολιτική του πιο αχαλίνωτου καπιταλισμού. Να θριαμβολογείς ότι «οι βάσεις φεύγουν», και να έχεις μόλις υπογράψει την παραμονή των βάσεων. Να αποδείχνεται λωποδύτης του κοινωνικού χρήματος στέλεχος κομματικό επώνυμο, και ο αρχηγός να του αναγνωρίζει το «δικαίωμα να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του», με αντιρρήσεις μόνο για το πλαφόν.
Κόπτονται να «αναβαφτίσουν» τον πασοκικό εφιάλτη, να τον καμουφλάρουν με τη λεοντή της «Κεντροαριστεράς», μήπως και αποσβεσθεί από τις συνειδήσεις το τερατώδες έγκλημα. Είναι μάλλον αναπότρεπτο να ταυτιστεί ιστορικά το ΠΑΣΟΚ με το οριστικό τέλος του Ελληνισμού. Οχι τόσο επειδή, μέσα από ένα καΐκι στο Καστελλόριζο, ο σπαραχτικά ολίγιστος αρχηγός του και πρωθυπουργός το 2010 παρέδωσε την Ελλάδα βορά στη διεθνή τοκογλυφία. Οσο, και κυρίως, επειδή η δυναμική του πασοκικού αμοραλισμού κατόρθωσε να αφομοιώσει και εξομοιώσει όλους τους συντελεστές του πολιτικού βίου στην Ελλάδα – να μεταμορφώσει τη Ν.Δ. σε «γαλάζιο ΠΑΣΟΚ» και στη συνέχεια τον ΣΥΡΙΖΑ σε «κόκκινο ΠΑΣΟΚ».
Από τη δεκαετία κιόλας του ’80 ώς σήμερα, είτε με Μητσοτάκη πρωθυπουργό είτε με Καραμανλή είτε με Σαμαρά είτε με Τσίπρα, ολόκληρη η Ελλάδα είναι ένα απέραντο αργοθάνατο ΠΑΣΟΚ – ό,τι ελληνικό πεθαίνει: η γλώσσα, η ιστορική συνείδηση, η κοινωνική ευπρέπεια, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η χαρά της άμιλλας, η καταξίωση της ποιότητας, το κάλλος της γης, η κοινωνία των σχέσεων, η αίσθηση της πατρίδας, το σχολειό που πλάθει χαρακτήρες και όχι συνδικαλιστές.
Δεν φταίει η λέξη «σοσιαλισμός», όπως δεν φταίει και η λέξη «κεντροαριστερά». Απλώς οι λέξεις λειτουργούν ως σύμβολα: συν-βάλλουν, βάζουν-μαζί όλα τα δεδομένα που συγκροτούν μια πραγματικότητα. Και την πραγματικότητα που λέγεται ΠΑΣΟΚ, με οποιοδήποτε χρώμα (πράσινο - γαλάζιο - κόκκινο), την ξέρουμε πια, όσες ονομασίες κι αν αλλάξει.
Ευτυχώς που και τα πρόσωπα τα ερίζοντα για την ηγεσία της «Κεντροαριστεράς», είναι όλα με διαμέτρημα τόσης μετριότητας και παρουσία τόσο λυμφατική, που η εικόνα τους και οι προεκλογικές τους κενολογίες γεννάνε κυρίως οίκτο και λιγότερο την πολιτική αποδοκιμασία.
Πηγή: kathimerini.gr, μέσω http://teleytaiaexodos.blogspot.gr/

Σχόλια