Η 4η αξιολόγηση κατοχυρώνει τη μεταμνημονιακή λιτότητα

Η 4η αξιολόγηση, όπως ολοκληρώνεται, αναμένεται να ανοίξει τον δρόμο για «έξοδο από τα μνημόνια». Ωστόσο δεν θα οδηγήσει στο τέλος της λιτότητας, χωρίς ουσιαστική και εμπροσθοβαρή μείωση του χρέους. Αυτή η μείωση, την οποία ενσωματώνει η πρόταση του ΔΝΤ για πλεονάσματα 1,5% του ΑΕΠ παραμερίζεται και προωθείται η γερμανική θέση για αντιμετώπιση του χρέους «εάν χρειασθεί». ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Η συμφωνία θα επικυρωθεί στο Γιούρογκρουπ της 24ης Μαΐου, προκειμένου να υλοποιηθεί όλο το πλέγμα εφαρμοστικών νόμων και διαδικασιών όπως η στελέχωση του δημοσίου, η αναμόρφωση των επιδομάτων, οι ιδιωτικοποιήσεις, οι παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας, την δικαιοσύνη, τον τραπεζικό τομέα, στον εξωδικαστικό συμβιβασμό, στο νόμο Κατσέλη/Σταθάκη και στην αγορά εργασίας.
  • Η συμφωνία επίσης κατοχυρώνει πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022, μεταθέτοντας την συζήτηση για το χρέος μετά το τέλος του προγράμματος.
Η ολοκλήρωση πολλών προαπαιτουμένων, θα παραπεμφθεί για μετά τον Αύγουστο, δημιουργώντας την γέφυρα για το κτίσιμο του μηχανισμού μεταμνημονιακής εποπτείας. Το όχημα για την εποπτεία, θα είναι το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, που θα κατατεθεί στη Βουλή.Αυτό θα αποτελέσει τον νέο πολυετή προϋπολογισμό, ο οποιος θα δεσμεύει την χώρα για τα τέσσερα επόμενα χρόνια και στον οποίο θα αποτυπωθεί το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, το μεσοπρόθεσμο θα αποτυπώνει και το «άγνωστο» Ολιστικό Σχέδιο που ήδη κατατέθηκε στο Γιούργοκρουπ. Η τελική συμφωνία θα αναβληθεί για τις αρχές Ιουνίου, προκειμένου να ληφθούν υπόψη στην έκθεση του ΔΝΤ τα στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018 και να έχουν μπει στο τελικό στάδιο οι διαπραγματεύσεις για την μεταμνημονιακή εποπτεία.

Το λογικό παράδοξο της αξιολόγησης

Για την τελική διαμόρφωση του πλαισίου της εξόδου στις αγορές, πολλά κρίνονται από την πορεία του προϋπολογισμού, τις εκτιμήσεις για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, αλλά και από την διατηρησιμότητα των πλεονασμάτων. Για τον λόγο αυτό εξάλλου αναζωπυρώθηκε η συζήτηση για την προληπτική πιστωτική γραμμή από τον εκπρόσωπο της ΕΚΤ Φραντσέσκο Ντρούντι.

Είναι γνωστό πως το ΔΝΤ θεωρεί εφικτά πρωτογενή πλεόνασματα 1,5% και όχι 3,5 που θέλουν οι Ευρωπαίοι δανειστές. Το πλεόνασμα 1,5% διαμορφώνεται από τις μακροχρόνιες προβλέψεις του ΔΝΤ για την αύξηση του ΑΕΠ, από τις οποίες προκύπτει ότι η δυνατότητα αποπληρωμής σε βάθος χρόνου, απαιτεί την ονομαστική μείωση του χρέους. Η Γερμανία, σκόπιμα υπερεκτιμά τις προοπτικές μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, για να αποτρέψει την πρόταση του ΔΝΤ.
  • Η Γερμανία απαιτεί πλεονάσματα 3,5%, δηλαδή αυστηρή λιτότητα. Η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα απαξιώνει την πρόταση του ΔΝΤ, με το επιχείρημα πως θέλει να αποφύγει την επίσπευση της εφαρμογής των ψηφισμένων μέτρων για συντάξεις και αφορολόγητο που συνδιαμορφώνουν τα πλεονάσματα. Αυτά όμως είναι τα πλεονάσματα που απαιτούν οι Ευρωπαίοι δανειστές και τα οποία την ίδια στιγμή υιοθετεί!

Ετσι, η συζήτηση που προκαλεί το ΔΝΤ με την πρόταση για πλεονάσματα 1,5%, στην 4η αξιολόγηση, παρακάμπτεται. Αν όμως «όλα πάνε καλά» με πλεονάσματα 3,5 μέχρι το 2022, τότε οι αιτιάσεις για ουσιαστική μείωση χρέους εξουδετερώνονται. Αφού η Ελλάδα όπως και οι Ευρωπαίοι δανειστές, θεωρούν το χρέος βιώσιμο και την επίτευξη πλεονασμάτων 3,5% εφικτή, τότε το ΔΝΤ βέβαια «κάνει λάθος».

Η μάχη των πλεονασμάτων

Όμως το ΔΝΤ μετά το 2012, δεν παραβλέπει πλέον πως η χώρα υπέστη σοβαρή αποδιάρθρωση του παραγωγικού της συστήματος, έχει υψηλότερο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος από πριν και επί πλέον οι τράπεζες παραμένουν με προβληματικούς ισολογισμούς. Εκτιμά ότι για να είναι η επιστροφή της χώρας στις αγορές διατηρήσιμη με όρους της ευρωζώνης στην οποία ανήκει, δεν αρκεί η δημοσιονομική προσαρμογή αλλά χρειάζεται και ονομαστική μείωση του χρέους.
Η Κομισιόν, έχει ήδη κατεβάσει τον πήχη της ανάπτυξης στα επίπεδα των προβλέψεων του ΔΝΤ (2%) για το 2018 και το 2019 (1,9%). Με αυτά τα ποσοστά ανάπτυξης, το ΔΝΤ θα εκτιμήσει αν θα επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι (πλεονάσματα) του 2018 και 2019. Το ΔΝΤ έχει ήδη ανακοινώσει ότι δεν πρόκειται να ολοκληρώσει την δική του αξιολόγηση πριν από την 4η Ιουνίου, όταν θα ανακοινώσει η ΕΛΣΤΑΤ τα στοιχεία α’ τριμήνου για το ΑΕΠ. Τότε θα αρχίσει η «μάχη» για τον «ημι-αυτόματο μηχανισμό» για το χρέος, που θα αποτελέσει το νέο πεδίο αντιπαράθεσης.
Είναι ενδιαφέρον πως το Γραφείο Προυπολογισμού της Βουλής στην έκθεσή του, κατηγόρησε το ΔΝΤ ότι απέτυχε στις προβλέψεις του για το πλεόνασμα του 2017. Ομως το πλεόνασμα είναι λογιστικό μέγεθος, επομένως αντικείμενο και λογιστικών διευθετήσεων και όχι μόνο μακροοικονομικών προβλέψεων. Οι αιτιάσεις αυτές διατυπώνονται επειδή το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης για «καθαρή έξοδο» είναι η υπεραπόδοση της περιοριστικής της πολιτικής, που παρήγαγε υπερβολικά μεγάλα και πέραν των στόχων πρωτογενή πλεονάσματα.

Τα υπερπλεονάσματα βολεύουν την Μέρκελ

Με βάση τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, ισχυρίζεται πως μπορεί να συνεχίσει την παραγωγή τέτοιων υψηλών πλεονασμάτων στο μέλλον. Τα προσωρινά στοιχεία Ιανουαρίου – Απριλίου 2018, δείχνουν καθαρά έσοδα αυξημένα κατά 1,205 δισ. ευρώ (φορολόγηση), ενώ οι δαπάνες παρουσιάζονται μειωμένες κατά 751 εκατ. ευρώ(λιτότητα). Οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων παρουσίασαν επίσης μείωση 556 εκατ. ευρώ.
Οι θεσμοί γνωρίζουν, πως το υπερ-πλεόνασμα (4,2% του ΑΕΠ) το 2017, οφείλεται στην «αναπάντεχη» αύξηση του πλεονάσματος των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης όπως αναφέρει το 2ο Οικονομικό Δελτίο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Οικονομικών. Συγκεκριμένα, το έλλειμμα 0,5 δισ. του «στενού» δημόσιου τομέα, που συνδέεται με την υστέρηση των εσόδων το 2017, καλύφθηκε από πλεόνασμα (2,94 δισ.) των ασφαλιστικών ταμείων που αποδίδεται σε ανεξόφλητες υποχρεώσεις.
Επομένως, η αποδοχή των πλεονασμάτων για το 2017 και το 2018, αποτελεί κοινή θέση με τους Ευρωπαίους δανειστές, για τις ανάγκες του σεναρίου της εξόδου στις αγορές. Η διαπραγματευτική ομάδα βρίσκει σύμμαχο την κ. Μέρκελ, που με κανένα τρόπο δεν επιθυμεί να υποχωρήσει στην πίεση του ΔΝΤ για μείωση των πλεονασμάτων.
  • Τελικά η 4η αξιολόγηση, «έπεισε» ότι η χώρα μπορεί να παράγει τα απαραίτητα για τους Ευρωπαίους δανειστές πλεονάσματα. Και έτσι το κομβικό πρόβλημα για την ανάπτυξη της οικονομίας, η ουσιαστική αντιμετώπιση του χρέους, μετατίθεται στην μεταμνημονιακή περίοδο. Η Γερμανία απαίτησε ήδη τη δημιουργία πλαισίου, προκειμένου κάθε αίτημα ελάφρυνσης του χρέους μετά τον Αύγουστο, να περνάει από το γερμανικό Κοινοβούλιο. Αυτά όμως θα συζητηθούν αργότερα, μετά το τέλος του προγράμματος, όταν θα είναι ίσως πολύ αργά.

Σχόλια